Ο γνωστός χαμός γίνεται πάλι με τις ΔΕΚΟ. Αναζητείται, ως συνήθως, ένας τρόπος για να εξυγιανθούν και, ως ακόμα πιο συνήθως, οι εργαζόμενοί τους δεν θέλουν. Αναμενόμενο… Οι εργαζόμενοι είμαστε κατά κανόνα αρνητικοί στις αλλαγές. Πολλές φορές, ωστόσο, αυτό που μας συμφέρει ατομικά και βραχυπρόθεσμα, δεν συμφέρει την κοινωνία, άρα δεν μας συμφέρει μακροπρόθεσμα ούτε εμάς ούτε φυσικά τις επόμενες γενιές. Κατά βάση, πρόκειται για ζήτημα προτεραιοτήτων:
Τις ΔΕΚΟ τις πληρώνουμε όλοι μας και οι «όλοι» έχουμε προτεραιότητα σε σχέση με «κάποιους». «Προτεραιότητα» είπα, έτσι; Δεν είπα να αφήσουμε τους «κάποιους» εντελώς στη τύχη τους. Και στο κάτω κάτω, στους «όλους» περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι που διαμαρτύρονται, όπως υποδηλώνει το «μακροπρόθεσμα» που έγραψα παραπάνω και εξηγείται αναλυτικότερα από το άρθρο παρακάτω.
Αυτή η προτεραιότητα των όλων λοιπόν κανονικά θα έπρεπε να εννοείται, όπως εννοείται σε άλλα κράτη, αλλά αν στην Ελλάδα ίσχυαν τα αυτονόητα, μάλλον δεν θα φτάναμε ποτέ στην κρίση. Οπότε αυτό το ζήτημα των προτεραιοτήτων στην ελληνική οικονομία κάθισα και το ανέλυσα στο παρακάτω άρθρο, που δημοσιεύτηκε στη σελίδα της Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης τον Οκτώβριο 2016 (με τίτλο «Κλειδί για την ανάκαμψη ο καταναλωτής»). Βάζει τα πράγματα σε μία σειρά εκτιμώ:
Αν κάτι διαπιστώσαμε τα χρόνια της κρίσης, είναι πως, εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, έχουμε σοβαρό ζήτημα προτεραιοτήτων. Πριν από τον πολίτη, έρχεται το κόμμα… Πριν από τον καταναλωτή, ο επαγγελματίας… Πριν από την ιδιωτική οικονομία, το δημόσιο και οι ΔΕΚΟ… Και πάει λέγοντας… Ως αντίστοιχα αποτελέσματα, προέκυψαν ένα νοσηρό κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον και μία δυσκίνητη και μη ανταγωνιστική αγορά.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι αντιλαμβάνονται καταρχήν ως χρέος τους να είναι όλος ο κόσμος ευχαριστημένος. Αυτό από μόνο του δεν είναι βεβαίως κάτι το επιλήψιμο. Το αντίθετο. Το μετουσιώνουν, ωστόσο, σε πολιτική μέσα από μία άκρως κρατικίστικη, παλαιοκομματική, ρουσφετολογική αντίληψη:
– Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι υπάλληλοι του στενού αλλά και του ευρύτερου δημοσίου. Για αυτό δεν τους «πιάνει» τίποτα.
– Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Για αυτό σχεδόν όλα τα επαγγέλματα είναι κλειστά, τυπικώς ή ατύπως.
– Έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι και οι βιομήχανοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες. Για αυτό και ελέγχονται πλημμελώς.
– Τελευταίοι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, που, στο μέτρο του δυνατού, έπρεπε να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι, οπότε προστατεύονται από συλλογικές συμβάσεις που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία των μικρών επιχειρήσεων.
Επειδή όμως το συγκεκριμένο μοντέλο είναι αντιπαραγωγικό, καταλήξαμε να μην είναι ευχαριστημένος κανένας.
Γιατί είναι αντιπαραγωγικό;
Γιατί ποτέ κανένας δεν νομοθέτησε για τον καταναλωτή.
Και όταν είναι ευχαριστημένος ο καταναλωτής είναι ευχαριστημένοι όλοι, γιατί όλοι οι παραπάνω είναι πρωτίστως καταναλωτές. Αυτή είναι η ιδιότητα που ορίζει το επίπεδο διαβίωσής τους. Για να το πούμε διαφορετικά, όταν κάποιος φαντάζεται ότι είναι πλούσιος, δεν φαντάζεται να έχει ένα γεμάτο θησαυροφυλάκιο όπου κάνει βουτιές μες στα δολάρια λες και είναι ο Σκρουτζ Μακ Ντακ… Φαντάζεται ένα ωραίο αυτοκίνητο, ένα μεγάλο σπίτι, μία πισίνα, μία άνετη ζωή γενικά όπως ο ίδιος την ορίζει, την οποία έχει αγοράσει με τα λεφτά του. Με την κατανάλωσή του δηλαδή.
Τούτο, το ελληνικό σύστημα στο σύνολό του το αγνοεί και, αντ’ αυτού, νομοθετεί για τον κάθε κλάδο ξεχωριστά, χτίζοντας ένα νομικό λαβύρινθο, όπου εμφιλοχωρεί η διαφθορά και ευνοείται η αδιαφάνεια (το γεγονός ότι έχουμε μία μεγάλη παραοικονομία έχει άμεση σχέση με αυτό βεβαίως), και δημιουργώντας μία αγορά εντελώς στατική.
Και, επειδή η κρίση καλλιεργεί τον φόβο, αντί να πέσουν οι φράκτες, ώστε η οικονομία να λειτουργεί ενιαία και με επίκεντρο τις καταναλωτικές μας ανάγκες, ο προστατευτισμός καλά κρατεί και, σε περιπτώσεις, ενισχύεται.
Είναι κατανοητά τα φοβικά αντανακλαστικά διάφορων κοινωνικών ομάδων, ωστόσο, η ανάκαμψη βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Αρκεί να σκεφτούμε πως ο καταναλωτής ευνοεί συνήθως το φθηνό προϊόν, τη στιγμή που, με την τρέχουσα ανελαστικότητα της αγοράς (κλειστά επαγγέλματα, ανύπαρκτη σύνδεση παραγωγικότητας- αμοιβής κτλ.), κρατάμε τις τιμές στα προϊόντα μας αμείωτες και, επιπλέον, την ανεργία σε δυσθεώρητα ύψη. Προσθέστε σε αυτό και τις κακές – άρα ζημιογόνες – υπηρεσίες από το δημόσιο και έχετε την πλήρη εικόνα.
Υπάρχει διάχυτη στο ελληνικό κοινό η λανθασμένη αίσθηση ότι οι λύσεις σε όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα ζήτημα ιδεολογικό. Την κατάσταση, δε, επιδεινώνει ο πανταχού παρών λαϊκισμός. Ιδεολογικό περιεχόμενο μπορεί να έχει η συζήτηση, λ.χ., για την Παιδεία, όχι οι βασικές αλήθειες του τρόπου που λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος. Για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, ιδεολογικό περιεχόμενο σαφώς μπορεί να έχουν και ζητήματα που αφορούν στην αγορά, αλλά το πώς θα πάρει μπρος η ελληνική οικονομία αφ’ ης στιγμής έχουν προ πολλού εντοπιστεί οι στρεβλώσεις, είναι πριν και πάνω από όλα ζήτημα κοινής λογικής.
Ακριβέστερα, στη χώρα μας είναι πανθομολογούμενο πως το κράτος είναι άρρωστο, κάτι που σημαίνει πως η εξυγίανση και, περαιτέρω, η μείωσή του πρέπει να είναι βασικοί στόχοι της όποιας κυβέρνησης. Οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία δεν πρέπει να είναι προνομιακές, αλλά ρυθμιστικές και περιορισμένες, ώστε η αγορά να λειτουργεί σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με άλλα λόγια, να συμβαδίζει με τον καταναλωτή.
Στη χώρα όπου η πραγματικότητα χάνει καθημερινά τη μάχη από την ιδεολογία, χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι κάτι τέτοιο δεν συνδέεται με την απόσυρση της κοινωνικής πρόνοιας. Αν υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει πως το κράτος πρέπει να εξαφανιστεί και να αφεθούν οι φτωχοί και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι στην τύχη τους, έχει σοβαρό πρόβλημα και χρειάζεται βοήθεια. Επίσης σοβαρό πρόβλημα, όμως, έχει και όποιος θεωρεί παράλογο να προσαρμόσουμε τις ζωές μας με βάση τις κοινές μας ανάγκες.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτές οι ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα, εφόσον σημείο αναφοράς γίνει ο πολίτης, ο φορολογούμενος, ο καταναλωτής. Όχι κάστες και συντεχνίες.