Οι παραγωγοί αγαθών υπέδειξαν επίσης τον υψηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης, ως προς την αύξηση της παραγωγής μέσα στο επόμενο έτος, που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής των δεδομένων της έρευνας, τον Ιούλιο του 2012.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) –ένας σύνθετος δείκτης που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας– έκλεισε στις 56.6 μονάδες τον Απρίλιο, τιμή υψηλότερη από τις 54.7 μονάδες του Μαρτίου. Η πρόσφατη τιμή του κύριου δείκτη υπέδειξε ραγδαία βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, η οποία ήταν η εντονότερη που έχει καταγραφεί από τον Ιούνιο του 2000.
Τα επίπεδα παραγωγής εξακολούθησαν να αυξάνονται τον Απρίλιο, επεκτείνοντας την τρέχουσα περίοδο συνεχούς αύξησης που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017. Η αύξηση ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2007 και ήταν, συνολικά, έντονη. Μέλη του πάνελ ανέφεραν ότι η αύξηση ήταν αποτέλεσμα της εντονότερης ζήτησης από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού και του μεγαλύτερου όγκου νέων παραγγελιών.
Οι νέες εργασίες που έλαβαν οι Έλληνες κατασκευαστές αυξήθηκαν ραγδαία τον Απρίλιο, και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2018. Σύμφωνα με αναφορές, η μεγαλύτερη ζήτηση από νέους και υφιστάμενους πελάτες είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των νέων παραγγελιών. Παρομοίως, οι ισχυρότερες συνθήκες ζήτησης από το εξωτερικό οδήγησαν στην ταχύτερη αύξηση των νέων εργασιών από το εξωτερικό, μετά την υψηλή τιμή-ρεκόρ που καταγράφηκε τον Ιανουάριο.
Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί αγαθών αύξησαν σημαντικά τον αριθμό εργαζομένων τους. Ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας αυξήθηκε καταγράφοντας υψηλό ρεκόρ στην ιστορία της έρευνας, κατ’ αναλογία με τις αυξημένες απαιτήσεις παραγωγής και τις προσπάθειες εξασφάλισης έγκαιρης παράδοσης των παραγγελιών. Εν τω μεταξύ, ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών παρέμεινε, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητος μετά την αλλεπάλληλη συρρίκνωση των εργασιών σε εκκρεμότητα.
Η συνεχής άνοδος των νέων εργασιών και η μεγαλύτερη ζήτηση από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού συνέβαλαν στο γεγονός ότι καταγράφηκε ο μεγαλύτερος, από τον Ιούλιο του 2012, βαθμός αισιοδοξίας ως προς την αύξηση της μελλοντικής παραγωγής.
Εν τω μεταξύ, οι αγορές εισροών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό τον Απρίλιο, μετά την αύξηση των απαιτήσεων παραγωγής. Τα αποθέματα εισροών και ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν περαιτέρω, καθώς χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις απαιτήσεις παραγωγής. Κατά συνέπεια, η απόδοση των προμηθευτών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς οι ελλείψεις πρώτων υλών είχαν ως αποτέλεσμα τις καθυστερήσεις στις παραδώσεις προμηθειών.
Τέλος, ο ρυθμός αύξησης των τιμών εισροών εξασθένησε τον Απρίλιο, ενώ ήταν ασθενέστερος από την τάση που καταγράφεται στην ιστορία της έρευνας. Παρόλ’ αυτά, οι εταιρείες του μεταποιητικού τομέα αύξησαν τις τιμές εργοστασίων τους τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο.
ΣΧΟΛΙΑ
Siân Jones στην IHS Markit, η οποία καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI, είπε: «Τον Απρίλιο, οι Έλληνες κατασκευαστές εξακολούθησαν να παρουσιάζουν ενδείξεις ανάκαμψης από την κρίση, καθώς κατέγραψαν ραγδαία βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών. Σύμφωνα με αναφορές, η ισχυρότερη ζήτηση των πελατών οδήγησε σε ταχύτερη αύξηση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών. Η ζήτηση των πελατών του εξωτερικού δεν παρουσίασε ενδείξεις ύφεσης, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν με τον εντονότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τριών μηνών. Εν τω μεταξύ, οι αυξημένες απαιτήσεις παραγωγής συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης, η οποία κατέγραψε υψηλό ρεκόρ στην ιστορία της έρευνας.
Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι παραγωγοί αγαθών κατάφεραν να συνεχίσουν να αυξάνουν τις τιμές εργοστασίου τους παρά την εξασθένηση του ρυθμού αύξησης των τιμών εισροών.
Οι εταιρείες ενισχύθηκαν από τη συνεχή αύξηση των νέων εργασιών και από τις συνθήκες έντονης ζήτησης. Κατά συνέπεια, οι προβλέψεις σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος ήταν στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής των συγκεκριμένων στοιχείων της έρευνας, τον Ιούλιο του 2012.»