Ένα από τα πιο ευχάριστα πράγματα για έναν αναλυτή-συγγραφέα είναι να διαπιστώνει πως το πέρασμα του χρόνου δείχνει να δικαιώνει τις προηγούμενες προσεγγίσεις και τις προβλέψεις του. Ιδού, λοιπόν, τι έγραφα 13 χρόνια πριν στο βιβλίο μου ‘‘Η Δυναμική της Παγκοσμιοποίησης και οι Επιχειρήσεις στην Ελλάδα’’[i]:
«Στην πραγματικότητα, η μελέτη του αναπτυξιακού φαινόμενου, σε κάθε κλίμακα του, μέσα στην παγκοσμιοποίηση δεν επιτρέπει, πλέον, τις πρόχειρες απλουστεύσεις, τις ανιστορικές γενικεύσεις και τον μηχανιστικό/ αποσπασματικό τρόπο θεώρησής του: τελικά, η θεωρία της ανάπτυξης δεν μπορεί να παραμένει, πλέον, ένας χώρος εκλεκτικής άθροισης επιστημονικών εξειδικεύσεων. Αυτό τουλάχιστον στο βαθμό που ειλικρινά διεκδικούμε την σύσταση μιας αξιόπιστης ερμηνευτικής και προβλεπτικής θεωρητικής προσέγγισης του φαινομένου της ανάπτυξης. Παράλληλα, η αξιόπιστη μελέτη της αναπτυξιακής διαδικασίας στην παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης, αποκλείει όλες τις εθνοκεντρικές αναλυτικές ευκολίες. Και η εποχή των εύκολων αναπτυξιακών «συνταγών» κρατικιστικού τύπου φαίνεται πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί, δεδομένου βέβαια ότι ποτέ και πουθενά δεν κατάφερε να επιδείξει στην πράξη βιώσιμα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Ακόμα περισσότερο, η ίδια η διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης μέσα στην παγκοσμιοποίηση φαίνεται «διατηρεί» – για να μην πούμε πως οξύνει ακατάπαυστα- την συνήθειά της να εκπλήσσει και να ανατρέπει τις εύκολες βεβαιότητες και τις άκαμπτες δογματικές κοινοτυπίες. Ανατοποθετεί, στην ουσία, ριζικά την έννοια της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, πλέον χώρος για εύκολες υπεκφυγές και μονοδιάστατη αναπτυξιακή οπτική τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, για κανέναν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ωριμάζει η κατανόηση πως η αναπτυξιακή εξέλιξη καθενός ενταγμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να εξετάζεται έγκυρα, παρά ως μια διαλεκτική-εξελικτική (στην ουσία, λοιπόν, βαθιά αντιφατική, συγκρουσιακή και συνθετική) διαδικασία. Και έτσι η ένταξη κάθε επιμέρους κοινωνικοοικονομικού συστήματος στην παγκοσμιοποίηση, φαίνεται πως μπορεί να γίνει στην πράξη αξιόπιστα αντιληπτή μονάχα:
- Διαμέσου της ενότητας και της αντιπαράθεσης των ιστορικά συγκεκριμένων αντιθετικών κοινωνικοοικονομικών δυναμικών που τον συνθέτουν.
- Διαμέσου του μετασχηματισμού των ποσοτικών συσσωρεύσεων σε ποιοτικές αλλαγές για όλους τους αλληλοσυνδεδεμένους φορείς και χώρους δράσης στο εσωτερικό του.
- Διαμέσου της συνεχούς μεταμόρφωσης των κοινωνικοοικονομικών διαστάσεών του, μέσα στην λογική της αδιάλειπτης «άρνησης της άρνησης» των δομικών δεδομένων του.
Κατά συνέπεια, μία πλήρης και πραγματικά διαυγής κοινωνικοοικονομική προσέγγιση του αναπτυξιακού φαινομένου μέσα στην παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί παρά να εδράζεται πάντοτε σε μια ξεκάθαρη εξελικτική κατανόηση του ιδιαίτερου ιστορικού χαρακτήρα του: η ζωντανή Ιστορία βρίσκεται πάντοτε στα σπλάχνα του αναπτυξιακού μέλλοντος κάθε επιχείρησης, κάθε τόπου, κάθε κλάδου οικονομικής δραστηριότητας.
Με βάση μια τέτοια εξελικτική οπτική μπορεί, επίσης, να γίνει κατανοητό πως τίποτα δεν είναι στατικό ή/ και για πάντα προδιαγεγραμμένο σε αναπτυξιακούς όρους για τα επιμέρους τοπικά, εθνικά και περιφερειακά συστήματα τα οποία δεν παύουν να διαπλέκονται όλο και ισχυρότερα στην φάση της παγκοσμιοποίησης. Και επίσης, πως είναι το λιγότερο αφελές να αντιλαμβάνεται σήμερα κάποιος την ένταξη στην παγκοσμιοποίηση ως κάτι το ουδέτερο, το σειριακό και το εκ φύσεως διαιωνίζων με προϋπάρχουσες αναπτυξιακές ισορροπίες: πως η παγκοσμιοποίηση είναι, δηλαδή, δήθεν κάτι το συντηρητικό, στην ουσία του όρου.
Και για όλους αυτούς του λόγους, ακριβώς, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει -δεν μπορεί να έχει- και εύκολα προδιαγεγραμμένoυς νικητές και ηττημένους: απλά γιατί οι βαθύτεροι δομικοί κανόνες της δεν μπορούν παρά να αλλάζουν διαρκώς κατά την διάρκεια της εξελικτικής άρθρωσης της και καθώς ο κόσμος μας προοδευτικά ενοποιείται «υπογείως» στις βαθύτερες κοινωνικοοικονομικές δομές και διαστάσεις του, φθείροντας έτσι αναπότρεπτα την «στεγανότητα» των εθνικών συνόρων και το «δι-εθνή» χαρακτήρα των πλανητικών αλληλεπιδράσεων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε αναπτυξιακή θεώρηση που θέλει να διατηρήσει την εγκυρότητα της οφείλει πλέον να περάσει από την μοιρολατρία, την χονδροειδή γενίκευση ή /και το καθησυχασμό σε μία συνθετικά ενεργό κατάσταση ολοκληρωμένης και δυναμικά συσχετιστικής κατανόησης. Οφείλει να περάσει, πλέον, από μία άκαμπτη εστίαση στις αναπτυξιακές ποσότητες στις αναπτυξιακές δομές και ποιότητες, από μία μηχανιστική προσέγγιση της ανάπτυξης σε μια οργανική-συστημική αντίληψή της. Πρέπει, τελικά, να περάσει από μία τυπολατρική λογική σε μια θεώρηση βαθιά διαλεκτική.
Σε ένα τέτοιο νέο πλαίσιο κατανόησης της αναπτυξιακής δυναμικής η παραγωγή και η αναπαραγωγή, η διατήρηση και η συνεχής τόνωση της ανταγωνιστικότητας των φορέων και των κοινωνικοοικονομικών χώρων δράσης στην παγκοσμιοποίηση αποκτά κρίσιμη σημασία. Χωρίς την αποτελεσματική και διαρκή παραγωγή/ αναπαραγωγή της ανταγωνιστικότητας του, κανένας φορέας δράσης και κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα σε συνολικούς όρους δεν μπορεί, εν τέλει, να αναπτυχθεί στην παγκοσμιοποίηση. Χωρίς ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ελπίδα ευρύτερης διατηρήσιμης κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και στην Ελλάδα.»
Δεν βρίσκω κάτι να διορθώσω ή να προσθέσω, σήμερα. Τα χρόνια που πέρασαν, δυστυχώς, απέδειξαν πως αυτά τα γραπτά μου δεν εισακούστηκαν από όσους χάρασσαν την αναπτυξιακή πολιτική στην Ελλάδα. Στην κρίση δεν ήρθαμε, τελικώς, ούτε εξαιτίας μιας κακιάς συγκυρίας, ούτε εξαιτίας μια «μοχθηρής συνωμοσίας». Φτάσαμε εδώ και συνεχίζουμε να είμαστε παγιδευμένοι σε αυτήν την κρίση ως κοινωνικοοικονομικό σύστημα διότι συνεχίζουμε να αρνούμαστε να αντιληφθούμε το ζητούμενο της ανάπτυξης μέσα στην παγκοσμιοποίηση στις πραγματικές διαστάσεις και προϋποθέσεις του. Συνεχίζουμε να κλείνουμε τα μάτια απέναντι στην πραγματικότητα…
[i] ΒΛΑΔΟΣ ΧΑΡΗΣ (2006), Η Δυναμική της Παγκοσμιοποίησης και οι Επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ.