Μόλις μαθεύτηκε το αποτέλεσμα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, όλη η επαναστατημένη χώρα μετατράπηκε σε μία απέραντη γιορτή. Με δοξολογίες στις εκκλησίες και τις καμπάνες να χτυπούν συνεχώς, για να αναγγείλουν την Ανάσταση παντού. Αφού πια «ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος δεν υπήρχε πλέον», όπως έγραψε ο Γάλλος ναύαρχος Ed. Jurien de la Gravierre.
– «…διό να χαίρετε…....η προσφιλής ημών Πατρίς Ελλάς….. ανέστη και αι αφόρητοι αυτής βάσανοι παύουσι πλέον», έγραφε ο Νικηταράς στον Κολοκοτρώνη, την επομένη της ναυμαχίας.
– «Μεμεθυσμένος υπό χαράς, συνέρρεεν ο λαός εις τους ναούς και εις κοινάς προσευχάς ενέβλυζον προς τον ύψιστον αι εκφράσεις της εγκαρδίου ευγνωμοσύνης», γράφει ο Φ. Πουκεβίλ.
– «..κι ο λαός, μεθυσμένος από χαρά, ξεχύθηκε στις εκκλησίες και έψαλε ύμνους ευχαριστηρίους», γράφει ο Κ. Μέντελσον – Μπαρντόλντυ
– «Σε όλα τα χωριά αντήχησαν οι καμπάνες και μεγάλες φωτιές ανάφτηκαν στα βουνά….», γράφει ο Douglas Dakin και πάει λέγοντας.
Και η εκδήλωση της πάνδημης ευγνωμοσύνης στους συμμάχους, όχι μόνον δεν θεωρήθηκε υποτιμητική από τους επαναστατημένους, αλλά οι κορυφαίοι την διακήρυξαν και πανηγυρικά: Έτσι ο Κολοκοτρώνης, σε ευχαριστήρια επιστολή του προς τους Ναυάρχους των συμμάχων, δηλώνει: «Οι Έλληνες, άπαντες ευγνωμονούντες, ευχόμεθα προς τον ύψιστον Θεόν και υψώνομεν καθ’ εκάστην τας φωνάς μας προς τον ουρανόν, δια να φυλάττει τους ευεργέτας μας…».
Γιατί οι επαναστατημένοι αντιλαμβάνονταν πολύ καλά, ότι το Ναυαρίνο ήταν η Ανάστασή τους. Αφού γνώριζαν ότι η επανάσταση – εξ αιτίας των διαδοχικών εμφυλίων, της λεηλασίας των κοινών πόρων εκ μέρους των ίδιων των προγόνων μας, αλλά και της απουσίας ηγετικής πολιτικοστρατιωτικής προσωπικότητας – είχε ηττηθεί. Άλλωστε, το Μεσολόγγι είχε πέσει, η Ακρόπολη είχε παραδοθεί και η τελευταία απόπειρα αντίστασης στο Μανιάκι, συντρίφτηκε. Η τελευταία δε πολεμική ενέργεια των επαναστατημένων, ήταν η «επιτυχημένη» εισβολή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο, που είχε συνέπεια την αδιάκριτη λεηλασία και τις πρωτοφανείς φρικαλεότητες εις βάρος των κατοίκων της, πολλές από τις οποίες ήταν χειρότερες και από αυτές του Ιμπραήμ.
Έλα όμως που οι επίγονοι, όπως και κάθε κοινωνία, δεν είχαμε ανάγκη την αλήθεια, αλλά τους μύθους μας, των οποίων είμαστε και οι κατασκευαστές. Έτσι λοιπόν, η νεοελληνική κοινωνία ξέχασε αμέσως τα γεγονότα και κατασκεύασε έγκαιρα τους ιδρυτικούς της μύθους. Σύμφωνα με τους οποίους, ο Π. Πατρών Γερμανός σήκωσε την 25η Μαρτίου 1821 το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα και μετά τη θεία αυτή διαμεσολάβηση, ακολούθησε η νίκη των όπλων μας, που έφερε την ελευθερία.
Και βεβαίως δεν έχει καμία σημασία αν το λάβαρο είναι μεταγενέστερης κατασκευής, οπότε μόνον μία φορά μπορούσε να υψωθεί: Στο Σύνταγμα, από τον μακαριστό Χριστόδουλο. Ούτε αν στην σύσκεψη που έγινε στην Αγία Λαύρα στις 10 ή στις 13 Μαρτίου – όχι πάντως στις 25 – αποφασίστηκε όχι η κήρυξη, αλλά αναστολή της επανάστασης «εις αρμοδιότερον καιρόν». (Για όλα αυτά, Στέφανος Παπαγεωργίου «Από το γένος στο έθνος», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 110 επ.). Ούτε βεβαίως η άλλη «λεπτομέρεια», ότι τα ελληνικά όπλα είχαν ηττηθεί.
Αρκεί που «έπρεπε» εκ των υστέρων, έτσι να οριστεί. Διότι η ελευθερία μας έπρεπε να έχει έρθει αποκλειστικά ως εύνοια του Θεού, σε συνδυασμό με τον νικηφόρο αγώνα ανιδιοτελών, ηρωϊκών και ευγενών προγόνων. Χωρίς όμως τη μιαρή συμμετοχή τρίτων και ειδικά Ευρωπαίων.
Γι’ αυτό και μας προέκυψε το «εθνικό παράδοξο»: Ενώ οι επαναστατημένοι πανηγύριζαν τη ναυμαχία του Ναυαρίνου ως πραγματική Ανάσταση, οι επίγονοι την καταστήσαμε απόβλητη από την «εθνική μνήμη». Και το ακόμη πιο παράδοξο; Απωθήθηκε στην «εθνική λήθη», για τον ίδιο ακριβώς λόγο (απόκτηση της ελευθερίας μας), που έκανε τους προγόνους μας να πανηγυρίζουν!
Διότι πώς να δεχθούμε ότι οφείλουμε την ελευθερία μας και στην αυτοθυσία των συμμάχων; Πώς μπορούμε να αντέξουμε το γεγονός ότι, μέσα σε λίγες ώρες, πέθαναν για την δική μας – και όχι για τη δική τους – ελευθερία 192 άνθρωποι, που δεν είχαν καμία σχέση με τη χώρα μας; (Τραυματίες και νεκροί ξεπέρασαν τους 650). Και το πλέον αδιανόητο: Πώς να εντάξουμε στα φαντάσματά μας για το ηρωΙκό μας παρελθόν, το γεγονός ότι και ο γιος του ναυάρχου Κόδρινγκτον, έδωσε τη ζωή του στη ναυμαχία;
Όλα αυτά είναι ανοίκεια για απογόνους ηρώων. Γι’ αυτό η απελευθέρωσή μας από τους συμμάχους, εκτός του ότι απωθείται στη λήθη, επιτελεί και έναν άλλο ρόλο: Είναι και μία από τις αιτίες του μίσους μας για την Ευρώπη. Γιατί – πώς να το κάνουμε; – αν είναι μειωτικό για τον ατομικό σου ναρκισσισμό το να δέχεσαι ευεργεσίες, είναι καταισχύνη για τον εθνικό σου ναρκισσισμό, το να σ’ έχουν απελευθερώσει οι Άλλοι. Και μάλιστα να έχουν δώσει και τη ζωή τους γι’ αυτό. Άρα ανάλογο και το μίσος σου απέναντί τους.
Είναι το μίσος εκείνο που αν ριζώσει, επιστρέφει με κάθε ευκαιρία. Και βιώσαμε την επιστροφή του, τα τελευταία χρόνια. Όταν αυτόχθονες αγύρτες και τυχοδιώκτες, ανήγαγαν σε σύμβολο του κακού, όσους Ευρωπαίους συνέβαλαν στην διάσωση της χώρας μας από την άτακτη χρεωκοπία. Παρά το σοβαρό μάλιστα πολιτικό κόστος που είχε η στάση τους για τους ίδιους και τις χώρες τους – τι χειρότερο από την άνοδο της αντιευρωπαϊκής ακροδεξιάς; – αφού η βοήθεια προς τη χώρα μας προσέκρουε στα λαϊκά στερεότυπα, που είχαν επικρατήσει εις βάρος μας.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Υπάρχει έξοδος από την καθήλωση στο συλλογικό μας «τραύμα»; Η απάντηση είναι θετική. Και θα ξεκινήσει, την ημέρα που θα δούμε χωρίς συμπλέγματα το παρελθόν μας. Κάτι που θα συμβεί αν θεσμοθετήσουμε ως ημέρα εθνικής γιορτής, την πραγματική επέτειο της απελευθέρωσής μας. Την 20η Οκτωβρίου, επέτειο της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Και αν ανακηρύξουμε δικούς μας νεκρούς, τους 192 νεκρούς των συμμάχων έναν – έναν, με το όνομά τους και δικούς μας ναυάρχους, τους τρεις ναυάρχους των συμμάχων.
Έτσι λοιπόν, όπως η 20η Οκτωβρίου 1827 ήταν η ληξιαρχική πράξη της ελευθερίας μας, η ανακήρυξή της τώρα σε εθνική γιορτή, θα αποτελέσει τη ληξιαρχική πράξη της αυτογνωσίας μας. Η οποία θα είναι και η μόνη αποτελεσματική προστασία, απέναντι στη συλλογική παράνοια. Ώστε στο μέλλον, κάθε εκδοχή του τέρατος που, μέσα από το σκοτάδι του, θα γρυλίζει το γνωστό «στα τέσσερα» εναντίον όποιου συντονίζεται με τον πολιτισμό και τους κανόνες της Ευρώπης ή θα υπόσχεται να εξευτελίσει την Ευρώπη υποχρεώνοντάς την να «χορεύει» στους ήχους του δικού του ζουρνά, δεν θα τιμάται με αξιώματα, αλλά θα αντιμετωπίζεται σαν αυτό που είναι: Ως τέρας.