Προδημοσίευση από το υπο έκδοση νέο βιβλίο του Δρ.Χάρη Βλάδου με τίτλο “Σταυροδρόμια της κοινωνικοοικονομικής σκέψης”.
Ένα κομματάκι που ίσως μπορέσει να μας βοηθήσει για να καταλάβουμε κάπως καλύτερα την επικαιρότητα …
“Αγορά και ελεύθερος ανταγωνισμός στα μάτια του Ανταμ Σμιθ”
Συγχρόνως, όμως, λειτουργεί και μια ακόμα σπουδαία και αναντικατάστατη δύναμη που δημιουργεί ευταξία και αποτελεσματικότητα στο σύστημα της αγοράς: ο ανταγωνισμός. Τι είναι αυτό που απαγορεύει άραγε στον χασάπη να πουλήσει το κρέας του σε πανάκριβες τιμές και σε χαμηλή ποιότητα ή στον φούρναρη να χρεώσει τη φρατζόλα του με καταχρηστικά υψηλό αντίτιμο; Ο αλτρουισμός τους ή η νομιμοφροσύνη και ο φόβος της τιμωρίας, όπως ίσως θα επέβαλε κάποια φεουδαρχική διαταγή του παρελθόντος; Τίποτα από αυτά λέει ο Σμιθ. Είναι απλά το ατομικό συμφέρον τους που τους επιβάλλει να πουλούν τα προϊόντα τους σε καλές τιμές και μακριά από κάθε ακραία κερδοσκοπία, αν φυσικά δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκλείσουν την αγορά από τον ανταγωνισμό και να μονοπωλήσουν.
Αν αποφάσιζαν να εκβιάσουν την αγορά ζητώντας ακραία υψηλές τιμές για τα προϊόντα τους, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να μονοπωλήσουν, τότε απλούστατα, ο πελάτης τους θα πήγαινε «δίπλα»: Αν είχαν την δυνατότητα να μονοπωλήσουν, τότε θα μπορούσαν φυσικά να αισχροκερδήσουν, αλλά ευτυχώς υπάρχει το «δίπλα»…
Και τι σημαίνει, απλά, αυτό το «δίπλα»; Το «δίπλα» σημαίνει, απλά, την ύπαρξη του ανταγωνισμού, τα καταστήματα των άλλων παραγωγών και πωλητών των αντίστοιχων προϊόντων, οι οποίοι, διατηρώντας τις τιμές τους λογικές, θα κέρδιζαν ελεύθερα την προτίμηση και το πορτοφόλι του πελάτη. Έτσι, οι ακραία κερδοσκόποι θα έμεναν χωρίς πελάτες και εισοδήματα και χωρίς τη δυνατότητα να καλύψουν στη συνέχεια τις ανάγκες τους και αυτοί ως αγοραστές προϊόντων. Παρόμοια, φυσικά, λειτουργεί ο ανταγωνισμός στα μάτια του Σμιθ στην αγορά όχι μόνον των τελικών αγαθών αλλά και σε αυτές των παραγωγικών συντελεστών: Αν ο μισθός που δίνει ο εργοδότης σου είναι υπερβολικά χαμηλός αλλάζεις εργοδότη και αν το νοίκι που σου ζητά ο γαιοκτήμονας για τη γη που καλλιεργείς είναι καταχρηστικά μεγάλο μισθώνεις γη από τον διπλανό κτηματία.
Κατά αυτόν τον τρόπο, όπως ακριβώς η αγορά τελικών αγαθών ρυθμίζει τις τιμές και τις ποσότητες ισορροπίας, έτσι καθορίζει και τα εισοδήματα και των συντελεστών που συνεργάζονται για την παραγωγή αυτών των αγαθών. Αν σε έναν κλάδο παραγωγής τα κέρδη εμφανίζονται περιστασιακά ιδιαίτερα υψηλά, τότε θα υπάρξει συρροή σε αυτόν τον τομέα από επιχειρηματίες άλλων τομέων που θα σπεύσουν να επωφεληθούν. Αυτό όμως θα αυξήσει την παραγωγή και την προσφορά στον συγκεκριμένο κλάδο, τα κέρδη έτσι θα ξαναπροσγειωθούν και, πλέον, δεν θα υπάρχει κανένα κίνητρο για την είσοδο νέων επιχειρηματιών σε αυτόν. Το ίδιο και αν σε κάποιους κλάδους δραστηριότητας οι μισθοί της εργασίας φαίνονται περιστασιακά σημαντικά αυξημένοι –αυτό θα ελκύσει προς αυτούς εργαζόμενους από άλλους κλάδους έως το σημείο που η αυξανόμενη προσφορά εργασίας θα ξαναρίξει τους μισθούς σε «φυσιολογικά επίπεδα».
Φυσικά, ότι συμβαίνει σε περιπτώσεις αυξήσεων τιμών, το ίδιο συμβαίνει και στις περιπτώσεις περιστασιακής μείωσής τους: Οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης αναπροσαρμοζόμενες οδηγούν στην αυτορρυθμιζόμενη εξομάλυνση κάθε αγοράς και την αυτοθεραπεία των υπερβολών. Στην πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε πως, παρότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και σηματοδότηση στους δρόμους της εποχής του Σμιθ, οι τιμές στην οπτική του λειτουργούν ως «φωτεινοί σηματοδότες» που καθορίζουν την «κυκλοφορία» των κατόχων και των παραγωγικών συντελεστών οδηγώντας τους στις πιο επωφελείς χρήσεις. Όταν οι τιμές αυξάνονται σε έναν κλάδο είναι σαν να ανάβει ένα «πράσινο φως» που προσκαλεί νέους παραγωγούς σε αυτόν ενώ όταν οι τιμές πέφτουν είναι σαν να ανάβει ένα «κόκκινο φως» που αποθαρρύνει νέους παραγωγούς να εισέλθουν σε αυτόν καθώς εκλείπει κάθε κίνητρο κερδοσκοπίας.
Ελεύθερος ή πλήρης ή τέλειος ανταγωνισμός επικρατεί σε μια αγορά, προϊόντων ή παραγωγικών συντελεστών, όταν υπάρχουν πάρα πολλοί αγοραστές και πωλητές που δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και δεν έχουν τη δύναμη, σε ατομικό επίπεδο, να επηρεάσουν την τιμή του προϊόντος.
Στην πράξη, λοιπόν, δεν είναι κάποια κεντρική εντολή, δεν είναι κάποια βασιλική οδηγία αυτή που οδηγεί σε μία βέλτιστη ισορροπία την αγορά και η οποία καταφέρνει να καλύπτει αμφίπλευρα και με τον ικανοποιητικότερο δυνατό τρόπο τα δύο μέρη της συναλλαγής, αλλά ο μεταξύ τους ελεύθερος ανταγωνισμός. Όλοι αναζητούν ακατάπαυστα την αύξηση του ατομικού τους συμφέροντος μέσα από κάθε συναλλαγή αλλά αυτό οδηγεί στην παραγωγή, στη διανομή και στη χρήση όλων εκείνων των αγαθών που επιθυμεί η κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κατά έναν «μυστηριώδη τρόπο», λοιπόν, σαν να λειτουργεί ένα «Αόρατο Χέρι» που δίνει κάθε στιγμή τη βέλτιστη λύση, υπό την προϋπόθεση φυσικά του ελεύθερου ανταγωνισμού:
«Καθώς κάθε άτομο … ούτε επιδιώκει να προάγει το δημόσιο συμφέρον, ούτε γνωρίζει σε πιο βαθμό το προάγει … επιδιώκει μόνο τη δική του ασφάλεια· και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία με τέτοιο τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει ενδεχομένως τη μέγιστη δυνατή αξία, επιδιώκει μόνο το δικό του κέρδος και οδηγείται και σε αυτή, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, από ένα αόρατο χέρι στην προαγωγή ενός σκοπού που δεν αποτελούσε μέρος των προθέσεών του.» (Smith 1937[1776], σ. 485).
Η αγορά είναι η ίδια φύλακας του εαυτού της, λοιπόν, υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Ενώ όλοι είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα στα πλαίσια της νομιμότητας, στην πραγματικότητα όλοι είναι σαν να ελέγχονται από έναν απρόσωπο και ατσάλινο νόμο, από ένα πανταχού παρόν «αόρατο χέρι». Και έτσι δομούνται οι συνθήκες της ανταγωνιστικής ισορροπίας, όπου το σύστημα παραγωγής θα παράγει τα αγαθά που ζητούν οι καταναλωτές και, συγχρόνως, οι μέθοδοι παραγωγής που θα χρησιμοποιούνται θα είναι οι πιο αποτελεσματικές και τα αγαθά θα πωλούνται στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, η οποία θα είναι το κόστος παραγωγής τους συμπεριλαμβανομένου και ενός κανονικού λογικού κέρδους…
VIDEO
Πλοήγηση άρθρων