Κάθε μέρα μου έλειπε. Κάθε καταραμένη μέρα που η γη έκανε τον κύκλο της γύρω από τον ήλιο, η ίδια ρουτίνα της φύσης, αποτελούσε και δική μου ρουτίνα.
Ξύπνησα με το συναίσθημα της έλλειψης, όπως συνέβαινε εδώ και κάποιους μήνες. Τα μάτια μου ήταν για ακόμη ένα πρωί υγρά. Τα όνειρά μου, πάντα σκοτεινά, πάντα γεμάτα θλίψη και αγωνία.
Μοναξιά… Αυτή ήταν που με έκανε να θέλω να σηκωθώ όσο γρηγορότερα μπορώ από τον άστατο ύπνο μου. Η μοναξιά που ένιωθα στο κρεβάτι.
Καμία αγκαλιά να με κρατάει τα βράδια σφιχτά. Τώρα πια η μοναξιά με έκανε να πετάγομαι αυτόματα το πρωί.
Οι πρωινές αγκαλιές, η έλλειψη του κορμιού του δίπλα στο δικό μου, η ανάσα του που έκανε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει, ο παλμός της καρδιάς του που είχα μάθει να ακούω τόσα χρόνια, όλα μια ανάμνηση αλγεινή και απουσία.
Πώς να συνηθίσω; Πώς να αποκτήσω μια συνήθεια που αρνούμαι να αποδεχτώ ως δεδομένη.
Ήμουν τόσο θυμωμένη και αυτό δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τον ύπνο μου. Τα βράδια που γυρνούσα από τις δουλειές της ημέρας δυσκολευόμουν να συγκρατήσω το θυμό μου. Ξεσπούσα σε σπαρακτικούς λυγμούς, η φωνή μου σπασμένη, σπασμένα αντικείμενα στο πάτωμα, σπασμένη και η καρδιά μου.
Ήμουν θυμωμένη με εκείνον που έφυγε ένα βράδυ χωρίς να ειδοποιήσει.
Θυμωμένη με εμένα, που είχα σταματήσει να του μιλάω για κάποιες μέρες, λες και ο λόγος για τον οποίο μαλώσαμε ήταν σημαντικός… Έτσι, εκείνο το βράδυ, που ολοκληρώθηκε ακόμη ένας κύκλος ρουτίνας της γης, έφυγε.
Και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην αγκαλιά μου… Τον έχασα. Τον έχασα.
Είχα πάρει την απόφασή μου. Θα έδινα τέλος στην κατάσταση που επικρατούσε μεταξύ μας. Ήταν σαν να αιωρούμασταν τόσους μήνες πάνω από τα σώματά μας. Και οι δύο πληγωμένοι, και οι δύο μισοί.
Εκείνος, ανίκανος να αντιδράσει, ανίκανος να αποφασίσει για εμάς, έκανε τη δική μου θέση δυσκολότερη. Εγώ θα δρούσα όπως νόμιζα καλύτερα και για τους δυο μας.
Θα πήγαινα να τον δω για μια τελευταία φορά. Φόρεσα το αγαπημένο του φόρεμά μου και έβαλα άρωμα. Ήθελα να είμαι όμορφη για εκείνον. Ήθελα να του πω όσα σκεφτόμουν μέσα στο θυμό και τον πόνο που μου προξένησε η απουσία του. Ήθελα να μας δώσω ένα όμορφο φινάλε.
Τα τακούνια μου χτυπούσαν στο δάπεδο. Το φόρεμά μου «περιφέρονταν γύρω από τις γάμπες μου απαλά», όπως του άρεσε να λέει. Άνοιξα την πόρτα του.
Ένας λυγμός ξέφυγε πάλι από μέσα μου. Έτρεξα στην αγκαλιά του… «Σ’ αγαπώ… Ποτέ δεν έπαψε ο έρωτάς μου για σένα. Συγγνώμη.»
Τράβηξα τα καλώδια που τον κρατούσαν στη ζωή. Ήταν εγκεφαλικά νεκρός εδώ και καιρό, μετά από το ατύχημα εκείνης το βραδιάς. Ξάπλωσα πάνω του, όπως παλιά… Το αυτί μου πάνω στο στήθος του, όπως παλιά. Ο παλμός του γίνονταν όλο και πιο αδύναμος.
«Έβαλα το φόρεμα που σου αρέσει», του ψυθίρισα στο αυτί. Τα χείλη μου πήγαν από το αυτί, στο μάγουλό του και μετά στα χείλη του. Τον φίλησα απαλά.
Έβγαλα γρήγορα το ξυράφι από την τσέπη μου. Έσκισα τις φλέβες στον καρπό μου. Έβαλα το ματωμένο μου χέρι στο δικό του. Με το άλλο μου χέρι άγγιξα το πρόσωπό του. «Ήσουν η ζωή μου.»
Γαλήνη.