Πήρα μια γερή δόση ήλιου
την κράτησα σφιχτά
μες στη γροθιά μου
Και όταν βάδιζα ξανά
σε μονοπάτια
σκοτεινά
Τόσο τρομακτικά
όσο αυτά που μόνο το μυαλό
ακολουθεί
Άπλωσα το χέρι μου μπροστά
έστρεψα τη παλάμη μου προς τα πάνω
ξεδίπλωσα τα δάχτυλά μου
_____________________
_____________________
Φως διαχύθηκε παντού
είδα ακόμη και τη σκόνη
στις γωνίες
Αυτός ο κόσμος
είναι διαφορετικός απ’ ότι φαντάστηκα,
ζώντας στο σκοτάδι
Δεν ήξερα
πού να πρωτοστρέψω
το φωτεινό μου χέρι
Θά ‘ταν πιο εύκολο
να κλείσω πάλι τη γροθιά μου
– προσπάθησα να μην τρομάξω
_______________________
Μόνο έτσι μπόρεσα
να αντικρύσω για πρώτη φορά
την πραγματική όψη του λαβύρινθου
Που αρχικά φάνταζε ξένη
και απειλητική
όπως κάθε τι ανεξερεύνητο
Αλλά σε κάθε κοφτή ανάσα μου
ο κόσμος έδειχνε πιο γνώριμος
σαν να τον έβλεπα απλώς μέσα από άλλο πρίσμα
Συνάντησα πλάσματα μαγικά (πριν έμοιαζαν με αρπακτικά)
ξεχωριστά τοπία γεμάτα χρώμα (δεν ήταν κλειστοφοβικές σπηλιές)
σπάνιες ρίζες πανέμορφων φυτών (ήταν κάθε άλλο παρά δηλητηριώδη)
Και, πλέον, θυμίζω συχνά στον εαυτό μου πως
στο σκοτάδι, ακόμη και η πιο ονειρική μορφή ζωής
μπορεί να μοιάζει με εφιάλτη