Τα φοράμε για να καλυφθούμε, να ζεσταθούμε ή να αισθανθούμε όμορφα, αλλά το αγκάλιασμά τους μπορεί να κρύβει τοξικούς κινδύνους για την υγεία μας. Ο λόγος για τα ρούχα και τα υφάσματα, των οποίων η επεξεργασία είναι μια διαδικασία με μεγάλη εμπλοκή χημικών ουσιών, όχι πάντα αθώων.
Το γεγονός μάλιστα πως τα περισσότερα υφάσματα και ρούχα στην Ευρώπη εισάγονται κυρίως από χώρες της Ασίας, με αμφίβολη τήρηση των περιβαλλοντικών προδιαγραφών, εγείρει ακόμη περισσότερα ερωτήματα, πολύ περισσότερο που οι έλεγχοι –σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο– δεν είναι επαρκείς.
Η κλωστοϋφαντουργία χρησιμοποιεί είτε φυσική πρώτη ύλη, όπως το βαμβάκι ή το μαλλί, που μετατρέπεται σε νήματα, ή συνθετικά υλικά. Τα φυσικά υφάσματα λαμβάνονται από ζώα και φυτά, ενώ τα συνθετικά δημιουργούνται σε εργαστήριο. Η επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία από χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην κλωστοϋφαντουργία είναι ευρύτατη και σχετίζονται κυρίως με την έκθεση του ανθρώπου κατά τη διαδικασία παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων», λέει στην «Κ» ο καθηγητής στο Τμήμα Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δημήτρης Κουρέτας.
«Παρότι σε επίπεδο Ε.Ε. υπάρχουν σημαντικά μέτρα ελέγχου για πολλές επικίνδυνες ουσίες, η συνεχιζόμενη μετεγκατάσταση της κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής σε χώρες με λιγότερους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και πρότυπα εργασίας, οι πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών, καθώς και ο μεγάλος αριθμός φορέων που εμπλέκονται στα διάφορα στάδια της παραγωγής, καθιστούν πολύ δύσκολο τον αυστηρό έλεγχο της παρουσίας ορισμένων τοξικών χημικών ουσιών στα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα γενικότερα και ειδικότερα στα ρούχα», τονίζει ο κ. Κουρέτας.
Δυστυχώς υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις και έρευνες για την παρουσία στα ρούχα ουσιών που συσχετίζονται με τοξική δράση. «Οι πολυβρωμιωμένοι αιθέρες, οι οργανοφωσφορικές ενώσεις και η δισφαινόλη Α έχουν χρησιμοποιηθεί εκτενώς στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας ως επιβραδυντικά καύσης και έχουν συνδεθεί με ενδοκρινική τοξικότητα», επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Σε άλλες μελέτες προσδιορίστηκαν συγκεντρώσεις αρκετών μετάλλων σε διάφορα ρούχα που έρχονται σε επαφή με το δέρμα. Αναλύθηκαν δείγματα από μπλούζες, εσώρουχα, πιτζάμες μωρών και κορμάκια. Σε αυτά βρέθηκαν υψηλά επίπεδα χρωμίου σε σκούρα ρούχα πολυαμιδίου, αντιμονίου σε ρούχα από πολυεστέρα, καθώς και χαλκού σε μερικά πράσινα βαμβακερά υφάσματα. «Αναφορικά με τα αζωχρώματα και τις αρωματικές αμίνες, είναι γνωστή η αλλεργία από επαφή με βαφές υφασμάτων», σημειώνει ο κ. Κουρέτας.
«Η εμφάνιση σε ρούχα άλλων πιθανώς επιβλαβών οργανικών ενώσεων, όπως οι κινολίνες ή η δισφαινόλη Α, είναι επίσης ένα ζήτημα ανησυχίας, που απαιτεί περαιτέρω έρευνα σχετικά με την παρουσία τους σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Πρόσφατα, έχει αναφερθεί ότι οι υπερφθοριωμένες ενώσεις PHAS, με γνωστή τοξικότητα στην αναπαραγωγή, στην ανάπτυξη, στον μεταβολισμό, στο συκώτι και στα νεφρά, καθώς και δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, μεταναστεύουν από τα υφάσματα, γεγονός που μπορεί να σημαίνει άμεση και έμμεση πηγή έκθεσης του ανθρώπου σε αυτές τις χημικές ουσίες», συμπληρώνει ο καθηγητής Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας.
«Υπάρχει ανάγκη εκτίμησης του κινδύνου για την υγεία από την ανθρώπινη δερματική έκθεση σε δυνητικά τοξικά χημικά μέσα από υφάσματα και ρούχα, που έρχονται σε επαφή με το δέρμα. Ακόμη και υπό συγκεκριμένες συνθήκες έκθεσης, ενδέχεται να ενέχουν μη προβλέψιμους κινδύνους για καρκίνο για τους καταναλωτές και ειδικά για τα μωρά», υπογραμμίζει.
Γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται παρέμβαση από τα κράτη για την εκπόνηση μιας μελέτης οργανωμένης σε διάφορα επίπεδα και σε πολλά δείγματα. «Η λίστα με τα αποτελέσματα πρέπει να δημοσιοποιηθεί, προκειμένου οι καταναλωτές να αποφεύγουν μάρκες ρούχων που αποδεδειγμένα χρησιμοποιούν υλικά που εμπεριέχουν κίνδυνο για τον άνθρωπο, και ειδικά για ορισμένες ομάδες πληθυσμού όπως παιδιά, έγκυοι, ασθενείς κ.ά.», προτείνει ο κ. Κουρέτας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ανάγκη να υπάρχει προστασία της υγείας και ενημέρωση του πληθυσμού για την ασφάλεια των ρούχων, που οι περισσότεροι θεωρούν (εσφαλμένα) πως δεν ενέχουν απειλή τοξικής χημικής επιβάρυνσης.
Πλοήγηση άρθρων