Ήταν απίστευτο το πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός, σκέφτηκε ο Λάζαρος.
Οι τελευταίοι έξι μήνες έφυγαν αστραπιαία. Του φαινόταν σαν χθες η Παρασκευή 7 Ιουλίου, τότε που είχαν βρεθεί με την Σάντρα για να συζητήσουν για τον λεγόμενο «τουρισμό της ευθανασίας».
Εκείνη του είχε πει τις σκέψεις της επί του θέματος. Εκείνος είχε σοκαριστεί.
Σήμερα ήταν ήδη 7 Ιανουαρίου, είχαν ραντεβού στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα κι επρόκειτο να μιλήσουν για τελευταία φορά. «Η τελευταία μας νύχτα», μονολόγησε σιγανά ο Λάζαρος κάπως πανικόβλητος και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μπει στο bar και ψάξει με το βλέμμα του να την βρει μέσα στο πλήθος.
Την διέκρινε άμεσα. Το πρόσωπό της ξεχώριζε, είχε μια διαφορετική λάμψη από όλους εκεί μέσα. Τα βλέμματά τους ενώθηκαν. Δεν χαμογέλασε κανείς τους.
Ο Λάζαρος προχώρησε ανάμεσα στα εκατοντάδες σώματα που βρίσκονταν στο bar, προσπέρασε δεκάδες όμορφους άντρες χωρίς να του τραβήξουν καν την προσοχή, έσπρωξε, σκούντηξε, δρασκέλισε ανάμεσα σε γόβες, μποτάκια, σκαρπίνια, σκόνταψε πολλές φορές και, τελικά, έφτασε στην θέση που του είχε κρατήσει η Σάντρα.
«Τι νέα;», τον ρώτησε εκείνη χαμογελώντας. Ο τόνος της ήταν ανέμελος όπως πάντα, αλλά ο Λάζαρος διέκρινε κάτι νέο στα μάτια της που γυάλιζαν μέσα στον χαμηλό φωτισμό του bar.
«Τα ίδια…», απάντησε ο Λάζαρος κάπως αμήχανα. «Εσύ;», ρώτησε.
Η Σάντρα δεν απάντησε, παρά μόνο χαμογέλασε και τραγούδησε τους στίχους του τραγουδιού που ακουγόταν στη διαπασών μέσα στο bar: «Uh-oh, running out of breath, but I / Oh, I, I got stamina».
Η Sia δεν άρεσε καθόλου στον Λάζαρο και, έτσι, έκανε μια αστεία, απαυδισμένη γκριμάτσα στην Σάντρα.
«Τι γκρινιάρης, θεέ μου!», του είπε εκείνη και, μετά, του ανέφερε ότι η μέρα της ήταν όμορφη. «Έφαγα το αγαπημένο μου brunch, είδα τις φίλες μου, έπαιξα scrabble με τους γονείς μου και τώρα βρίσκομαι στο πιο όμορφο bar της πόλης και ετοιμάζομαι να τα πιώ με τον κολλητό μου!», του είπε.
Όντως, αυτή έμοιαζε με την ιδανική ημέρα για την Σάντρα. Εδώ και 20 χρόνια ήταν φίλοι και, αν ο Λάζαρος μάζευε τις αγαπημένες δραστηριότητές της σε μια ημέρα, θα ήταν κάπως έτσι, ή ίσως και μια ώρα σε pet shop να χαϊδεύει γατιά και σκυλάκια.
«Τι λες να πιούμε, λοιπόν;», τον ρώτησε η Σάντρα. «Κερνάω», του είπε.
«Δεν κερνάς… Δεν είσαι η Μαριάννα Λάτση, άλλωστε. Θα το πηγαίνουμε εναλλάξ. Μια γύρα εσύ, μια εγώ», απάντησε ο Λάζαρος. «Όσο για το τι θα πιούμε…».
Ο Λάζαρος θυμόταν σαν χθες τη μέρα που έμαθε η Σάντρα ότι η υγεία της είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση που έχει μόνο έναν χρόνο ζωής. Οι αντιδράσεις της ήταν κυκλοθυμικές. Περνούσε από πολύ στεναχώρια, σε θυμό, σε γέλια, σε πολύ ποτό, σε εμετούς, ξεσπούσε σε κλάματα, έσπαγε πράγματα… Αλλά αυτό που είχε κρατήσει χαραγμένο στο μυαλό του ο Λάζαρος ήταν κάτι που του είχε πει η Σάντρα λίγο πριν την πάρει ο ύπνος στα χέρια του. Του είπε ότι πριν φύγει θέλει να δοκιμάσει όλα τα ποτά του κόσμου.
«Θα πάρουμε δύο σφηνάκια από κάθε ποτό που υπάρχει στο μπαρ. Τι λες;», απάντησε ο Λάζαρος κι εκείνη τον κοίταξε και έβαλε τα γέλια.
«ΟΚ, λοιπόν», είπε η Σάντρα και φώναξε την σερβιτόρα.
Όσο η Σάντρα εξηγούσε τι ήθελαν στην κοπέλα, ο Λάζαρος σκεφτόταν πώς επρόκειτο να φερθεί απόψε για μια ακόμη φορά. Ήθελε να είναι σίγουρος για τα λόγια που θα έλεγε ή δεν θα έλεγε. Ένιωθε μπερδεμένος και αναποφάσιστος… Εδώ και μήνες.
Όταν η Σάντρα είχε μάθει την κατάστασή της, ο Λάζαρος ήταν δίπλα της και την στήριξε πολύ. Περνούσε συχνά κρίσεις πανικού, αλλά το έκρυβε από εκείνη για να μην την φρικάρει. Ήταν τόσο δύσκολο να ξέρεις ότι ένα αγαπημένο σου πρόσωπο πρόκειται να φύγει από την ζωή.
Ο Λάζαρος της είχε προσφέρει αμέτρητες φορές χρήματα για να πάει στο εξωτερικό για να συζητήσει και με εξειδικευμένους γιατρούς πιθανές θεραπείες για την -μέχρι σήμερα- ανίατη ασθένειά της. Εκείνη τελικά είχε πάει, με έξοδα των γονιών της, αλλά, τελικά, δεν υπήρχε καμία λύση.
Και, όταν πριν από έξι μήνες η Σάντρα του μίλησε για την απόφασή της να μεταβεί στην Ελβετία για ευθανασία, πριν ξεκινήσουν οι έντονοι πόνοι και οι σωματικές δυσλειτουργίες της, ο Λάζαρος ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Του είχε πει ότι είχε κλείσει ραντεβού για τις 8 Ιανουαρίου, κι εκείνος είχε κάνει μέρες να συνέλθει από το σοκ.
Εδώ και μήνες σκεφτόταν αυτή τη βραδιά κι ακόμη δεν είχε αποφασίσει τι θα της έλεγε… Όλα έμοιαζαν είτε λίγα είτε πολύ δραματικά… ή αποστασιοποιημένα.
«Ωραία συμπεριφορά!», του είπε η Σάντρα, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. «Ονειροπολείς τις τελευταίες μας ώρες παρέα! Πάλι κανέναν γκόμενο σκέφτεσαι; Δεν μού πες, τελικά, τι παίχτηκε με τον Μάκη;», τον ρώτησε.
«Σαν τι να έγινε, ρε Σάντρα…». Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκε να της πει την αλήθεια. Ότι ο Μάκης ήταν αποκύημα της φαντασία του που τον έσωζε κάθε φορά που βυθιζόταν σε θλίψη και σκέψεις για εκείνη, αλλά δεν ήθελε να της το πει. Αποφάσισε να συνεχίσει το ψέμα του… Δεν υπήρχε λόγος να την στεναχωρήσει απόψε από όλες τις ημέρες. «Ήταν ακόμη ένας μαλάκας. Ξενοκοιτούσε, όπως όλοι», της είπε, τελικά.
«Άντρες…», του είπε και γέλασε. «Κανείς δεν είναι σαν εσένα…». Τον κοίταξε στα μάτια και έτεινε το σφηνάκι της. «Στην υγειά σου, Λάζαρε», είπε και τσούγκρισαν και κατέβασαν στα γρήγορα τα 3 ποτήρια που είχε ο καθένας μπροστά του και κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο.
«Και για σένα; Τι να ευχηθούμε για σένα;», την ρώτησε και το βλέμμα του σκοτείνιασε από το συνονθύλευμα σκέψεων και εικόνων που του ήρθαν στο μυαλό. Την σκέφτηκε να είναι στο κρεβάτι της ευθανασίας και να περιμένει την ένεσή της και αναρωτήθηκε τι σκέψεις να έκανε εκείνη πριν πεθάνει.
«Μην μου πεις ότι πάλι σκέφτεσαι τον… Μάκη…», του είπε γελώντας. «Λες να μην κατάλαβα ότι είναι απλά μια δικαιολογία που μου λες κάθε φορά που στεναχωριέσαι; Τόσα χρόνια είμαστε φίλοι, Λαζαράκο! Εξάλλου ποτέ δεν είχες κόλλημα με κάποιον για έξι μήνες…», εξήγησε η Σάντρα και τον πλησίασε με το πρόσωπό της. «Μην στεναχωριέσαι… Είμαι καλά. Είμαι σίγουρη. Και σε αγαπώ. Και ξέρω πως κι εσύ με αγαπάς και ότι γι’ αυτό εφηύρες τον υπέροχο Μάκη», είπε και τον φίλησε στο μέτωπο.
«Χαίρομαι που είσαι καλά…Και σίγουρη», της απάντησε. «Όμως εγώ δεν είμαι. Δεν ξέρω πώς θα ζήσω από αύριο. Δεν ξέρω να ζω χωρίς εσένα. Είμαστε μαζί από παιδιά. Είσαι ο άνθρωπός μου», της είπε και βούρκωσε.
«Έλα, δε θέλω τέτοια… Θα είσαι μια χαρά. Αν όχι από αύριο, σύντομα. Θα συνηθίσεις. Όλα θα πάνε καλά!», του είπε και τον γαργάλισε λίγο στο μούσι και τον διέταξε να πιει τα επόμενα τρία σφηνάκια του και να της πει το πιο αστείο ανέκδοτο που είχε ακούσει ποτέ.
Της είπε ένα χαζό, με την μικρή Αννούλα, που άκουσε πρόσφατα στη δουλειά. Μόλις το ξεστόμισε ντράπηκε λίγο γιατί ήταν για τον θάνατο, αλλά εκείνη λύθηκε στα γέλια. Κακάριζε έτσι που τον έκανε κι εκείνον να γελά.
Συνέχισαν να πίνουν ως το πρωί, όταν εκείνη πήρε ταξί για το αεροδρόμιο. «Τα λέμε αύριο», του είπε από συνήθεια, μπαίνοντας μεθυσμένη στο ταξί. Τον χαιρέτισε κι από το τζάμι και του έκανε παιδικές γκριμάτσες.
Οι μήνες κύλησαν μέσα σε έναν αυτοματισμό για τον Λάζαρο. Ξυπνούσε, πήγαινε δουλειά, γυρνούσε, έπινε, κοιμόταν. Καμιά φορά πήγαινε σινεμά, σε κωμωδίες, αλλά δεν γελούσε καν. Έβγαινε συνεχώς με άλλους άντρες και το σεξ ήταν η μόνη του παρηγοριά, μαζί με το ποτό για όλα όσα ένιωθε. «Θα είσαι μια χαρά. Θα συνηθίσεις. Όλα θα πάνε καλά!», του είχε πει η Σάντρα και την πίστεψε. Αλλά ήταν ψέμα. Όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα χειροτέρευαν. Τίποτα δεν τον παρηγορούσε πια.
Η μαμά της Σάντρας τον προσέγγισε μια μέρα. «Φαίνεσαι χάλια, Λάζαρε. Κοιμάσαι καθόλου;», τον ρώτησε κι εκείνος της είπε ψέματα πως ναι και πως δεν έπρεπε να ανησυχεί για εκείνον. Εκείνη δεν επέμεινε, μόνο του έδωσε την κάρτα μιας ψυχολόγου που εξειδικεύεται στην θλίψη.
Όταν μπήκε πάλι Ιούλιος, έναν χρόνο μετά τη μέρα που η Σάντρα του είπε για την ευθανασία, η κατάστασή του είχε φτάσει στο απροχώρητο. Βρήκε την κάρτα της ψυχολόγου στο ντουλάπι που πετούσε τα άχρηστα πράγματά του. Έκλεισε ραντεβού για τις 7 του μήνα.
Μπαίνοντας στο γραφείο της Αρετής Χασίδου, ο Λάζαρος ένιωσε μια αναστάτωση. Σήμερα ήταν η μέρα να μιλήσει για όσα έπνιγε τόσο καιρό.
«Τι σε φέρνει εδώ σήμερα, Λάζαρε;», τον ρώτησε η ψυχολόγος.
«Ε… δεν είναι κάτι ιδιαίτερο που νιώθω, ούτε κάτι που σκέφτομαι. Είναι μόνο κάτι που προσπαθώ να μην νιώθω και να μην σκέφτομαι», της είπε εκείνος, ελπίζοντας να μην την μπέρδεψαν τα λόγια του.
«Και τι είναι αυτό που προσπαθείς να μην νιώθεις και να μην σκέφτεσαι; Εδώ δεν είναι ανάγκη να μασάς τα λόγια σου ή να πνίγεις τα συναισθήματά σου… εδώ είσαι ασφαλής», του είπε η ψυχολόγος.
«Θα ξεκινήσω απλά… Ένα χρόνο πριν, σαν σήμερα, έγινε κάτι που με συντάραξε… Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα περνούσε ο καιρός», της είπε ο Λάζαρος και μετά από έξι μήνες ανέφερε για πρώτη φορά φωναχτά το όνομα Σάντρα.