“ Οι μέρες της κυλούσαν μ’ έναν περίεργο αυτοματισμό. Λες και κάποιος την είχε κουρδίσει. Ξύπναγε κάθε μέρα στις εφτά, έλουζε τα μαλλιά της –μια συνήθεια που είχε πάρει απ’ τη μάνα της, απ’ όταν ζούσε ακόμη σ’ εκείνο το διαμερισματάκι στην Ολύμπου-, έφτιαχνε έναν διπλό ελληνικό και τον έπινε στο μπαλκόνι, βρέξει χιονίσει.
Είχε κρατήσει κι εκείνη την κόκκινη πολυθρόνα της μάνας της και την είχε τοποθετήσει προσεκτικά δίπλα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο παρτέρι με κάτι ξασπρισμένα ζουμπούλια. Εκείνο το πρωί φύσαγε ένας περίεργος αέρας. Άρχισε να κρυώνει και σκέπασε τους ώμους της μ’ ένα τριμμένο σάλι που είχε αγοράσει από το Βερολίνο, λίγο αφότου έπεσε το Τείχος.
Είχε να τυλιχτεί μ’ αυτό από εκείνο το βράδυ. Το βράδυ που τον είδε για τελευταία φορά. Πέρασαν δυο χρόνια από τότε. Δεν το ξέχασε ποτέ. Από εκείνο το βράδυ είχε να μιλήσει μαζί του, κι όλες όλες, δυο φορές είχανε βρεθεί από κοντά. Η πρώτη ένα πρωινό στη Μητροπόλεως. Σαν φίλοι.
Η δεύτερη μετά από μέρες στο σπίτι της. Σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε πορνογραφία. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δεν τον ήξερε καλά κι όμως τον αγαπούσε. Της είχε γράψει ένα ποίημα σ’ ένα χαρτί της συμφοράς από μια συσκευασία από σοκολατάκια με γέμιση κονιάκ και της το ‘χε χαρίσει. Εκείνο το βράδυ δεν είχε καταλάβει ότι εκείνος είχε αποφασίσει να εξαφανιστεί.
Λίγες μέρες αργότερα ήταν σίγουρη. Δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Προσπαθούσε να παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι εκείνος έκανε απλά το σωστό. Και το σωστό ήταν να μην συναντηθούν ξανά. Τα βράδια που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, έσφιγγε στην παλάμη της το χαρτί με το ποίημα και τα λόγια που της είχε γράψει ήταν κάπως σαν αντίδοτο σ’ ένα αντίο που είχε αρχίσει να τη δηλητηριάζει. Έπρεπε να φύγει. Τον καταλαβαίνω.
Για να μου γράφει το ποίημα πάει να πει ότι δεν έκανα λάθος. Κι αυτός ένιωθε έτσι για μένα. Αυτά σκεφτόταν και τα ξημερώματα αποκοιμιόταν στον καναπέ βλέποντας ταινίες του Αντονιόνι. Μια μέρα, από σύμπτωση, έμαθε ότι εκείνος που είχε ερωτευθεί ήταν επαγγελματίας ποιητής. Μισθωμένος που λένε. Έγραφε ποιήματα κατά παραγγελία, ποιήματα που πουλούσε σε κάτι μικροεπιχειρήσεις που έφτιαχναν ημερολόγια και αλμανάκ.
Εκείνο το πρωί φύσαγε ένας περίεργος αέρας. Τα μαλλιά της ήταν ακόμη βρεγμένα αλλά δεν έλεγε να μπει μέσα. Θυροτηλέφωνο. Εφτάμιση το πρωί, ποιος να ‘ναι; Τα μάτια της άστραψαν για δευτερόλεπτα. Μια μάταιη σκέψη. Λες να μην ήταν επαγγελματίας ποιητής; Λες να ήρθε να με βρει;
-Ανοίξτε παρακαλώ. Δικαστικός επιμελητής. Ήρθα να σας επιδώσω το κατασχετήριο.
Ψυχροί επαγγελματίες, σκέφτηκε και συνέχισε να πίνει ατάραχη τον καφέ της στο μπαλκόνι. ”
Πηγή: Η ιστορία αυτή είναι της Παυλίνας Εξαδακτύλου για την Parallaxi (σε ένα πολύ παλιό τεύχος). Δεν έχει κατάλληλη δημοσίευση στο διαδίκτυο κι έτσι αποφάσισα να την πληκτρολογήσω και να την προωθήσω όσο μπορώ γιατί είναι από τις πιο αγαπημένες μου ιστορίες «life» στο περιοδικό αυτό.