Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση οι φιλελεύθεροι σε ολόκληρη την Ευρώπη ενθουσιάστηκαν.
Αμέσως οργανώθηκαν για να βοηθήσουν τους επαναστάτες και αρκετοί ήρθαν και στην Ελλάδα να πολεμήσουν.
Αυτά είναι γνωστά αλλά τα θυμήθηκα αυτές τις ημέρες καθώς διάβασα ένα απόσπασμα του εξαιρετικού μυθιστορήματος του Balzac, «Καίσαρας Μπιροτό» (Histoire de la grandeur et de la décadence de César Birotteau, 1837).
Ο Balzac, ως γνωστόν, ήταν συντηρητικός, βασιλικός και πιστός καθολικός. Τους δε φιλελεύθερους δεν τους συμπαθούσε ιδιαίτερα – αν και στα μυθιστορήματά του τους αντιμετωπίζει με εντυπωσιακή αμεροληψία. Πάντως δεν συμμερίζεται τη φιλελεύθερη ατζέντα και αυτό είναι φανερό και στον «Καίσαρα Μπιροτό». Έτσι στο 8ο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, καθώς ειρωνεύεται την «αστική τάξη της οδού Σεν Ντενί» (στο κέντρο του Παρισιού – δεν έχει σχέση με το προάστιο, ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στο προάστιο), γράφει ότι:
«[Η αστική τάξη] φθονεί τα πάντα αλλά ταυτόχρονα είναι [τόσο] καλοσυνάτη, εξυπηρετική, αφοσιωμένη, ευκολοσυγκίνητη, σπλαχνική, που δίνει τη συνδρομή της […] και για τους Έλληνες, αγνοώντας την πειρατεία τους…» [“pour les Grecs dont elle ignore les pirateries”]
Είχαν περάσει 16 χρόνια από την επανάσταση αλλά ο Μπαλζάκ φαίνεται ότι το είχε άχτι για να το αναφέρει. Δεν είχε και άδικο βέβαια, η γενιά του Μπαλζάκ γνώρισε τους Έλληνες πρώτα ως πετυχημένους πειρατές και μετά ως επαναστάτες. Άλλωστε η επανάσταση και ο ελληνικός στόλος στηρίχθηκαν στην αποταμίευση από τη χρυσή εποχή της πειρατείας (όταν οι Έλληνες ναυτικοί έσπαγαν τα μποϋκοτάζ των Άγγλων και των Γάλλων στη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων). Πάντως σε αρκετές περιπτώσεις η διαχωριστική γραμμή επαναστάτη και πειρατή ήταν πολύ λεπτή.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του Αθηναίου ναυτικού Αντώνη Μανώλη που τον Φεβρουάριο του 1828 καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα διότι συνελήφθη από το αγγλικό ναυτικό να υπηρετεί σε υδραίικο πειρατικό που είχε ληστέψει πλοίο με αγγλική σημαία. Ο Μανώλης και οι υπόλοιποι Έλληνες που συνελήφθησαν επέμεναν ότι ήταν επαναστάτες που πολεμούσαν τον Οθωμανικό στόλο και όχι πειρατές. Η ληστεία ήταν στην πραγματικότητα «ανεφοδιασμός».
Καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά η ποινή μετατράπηκε, όπως είπαμε, σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στην Αυστραλία (το διαβόητο “transportation”). Ο Μανώλης προσπάθησε να αποδράσει ανεπιτυχώς το 1831 αλλά τελικά έλαβε χάρη το 1837 μετά από σχετική συμφωνία της βρετανικής κυβέρνησης με την ελληνική. Μαζί του έλαβαν χάρη άλλοι έξι Έλληνες αλλά ο Αντώνης (μαζί με κάποιον Γκίκα Βούλγαρη) αποφάσισε να παραμείνει στην Αυστραλία. Έγινε (ή ήταν ήδη) προτεστάντης και εργάστηκε στο μεγάλο κτήμα του Alexander Macleay ως …γεωπόνος, μαθαίνοντας στους Άγγλους αποίκους ελληνικές τεχνικές για την καλλιέργεια ελιάς και την κατασκευή κληματαριών. Ο Αντώνης Μανώλης ήταν ο πρώτος Έλληνας που έλαβε την Αυστραλέζικη υπηκοότητα τον Φεβρουάριο του 1854. Ήταν 47 ετών, έζησε μέχρι τα 73 στη νέα του πατρίδα. Πέθανε στο δικό του πλέον κτήμα στο Picton του New South Wales, 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Σίντνεϊ.
Πιο διάσημος από τον Αντώνη Μανώλη όμως είναι ένας άλλος Έλληνας πειρατής που όμως δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο αλλά προϊόν μυθοπλασίας. Είναι περίφημες οι στροφές από το 3ο canto του “Don Juan” που έγραφε (και άφησε ημιτελές) ο Λόρδος Byron, όταν πέθανε στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1824, όπου περιγράφει τον Lambro, τον Έλληνα πειρατή και δουλέμπορο:
He was a man of a strange temperament,
Of mild demeanour though of savage mood,
Moderate in all his habits, and content
With temperance in pleasure, as in food,
Quick to perceive, and strong to bear, and meant
For something better, if not wholly good;
His country’s wrongs and his despair to save her
Had stung him from a slave to an enslaver.The love of power, and rapid gain of gold,
The hardness by long habitude produced,
The dangerous life in which he had grown old,
The mercy he had granted oft abused,
The sights he was accustom’d to behold,
The wild seas, and wild men with whom he cruised,
Had cost his enemies a long repentance,
And made him a good friend, but bad acquaintance.Βέβαια, ευτυχώς ο Λάμπρος ήταν απόγονος των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι:
But something of the spirit of old Greece
Flash’d o’er his soul a few heroic rays,
Such as lit onward to the Golden Fleece
His predecessors in the Colchian days;Ο Μπαλζάκ δεν ήταν ρομαντικός, σαν τον Byron. Δεν είναι το μόνο απόσπασμα που αφορά τους νεοέλληνες (βλ. π.χ. το τέταρτο κεφάλαιο του μάλλον άγνωστου “Un début dans la vie” που έγραψε αργότερα, το 1842). Πάντως δεν μπορούμε να πούμε ότι τους συμπαθούσε ιδιαίτερα. Είχαν μόλις αναστατώσει την Ευρώπη με μια επανάσταση γνησίως φιλελεύθερη και δημοκρατική. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Αριστείδης Χατζής
[Χρησιμοποίησα την καλή μετάφραση του Καίσαρα Μπιροτό από την Ευγενία Τσελέντη (εκδόσεις Παπαδόπουλος 1999). Το βιβλίο έχει εξαντληθεί, αλλά την τελευταία φορά που πέρασα από τον Ιανό της Θεσσαλονίκης υπήρχε ένα καλά κρυμμένο αντίτυπο (προλάβετε!). Η χαρακτηριστική εικόνα του J.L. Marks που βλέπετε βρίσκεται στο The Mariner’s Museum στο Newport της Virginia στις Η.Π.Α. Απεικονίζει ηρωικούς βρετανούς ναυτικούς να επιτίθενται σε Έλληνες πειρατές που τα πάντα επάνω τους είναι ανατολίτικα. Για τον Αντώνη Μανώλη μπορείτε να μάθετε περισσότερα αν διαβάσετε το επτασέλιδο φυλλάδιο: Jan Ross, “Antonios Manolis: The First Greek and Athenian born Settler in New South Wales” που εξέδωσε η Picton and District Historical & Family History Society το 1991].