Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ακούμε άλλους λαούς να αποκαλούν τους Έλληνες τεμπέληδες. Είναι αυτή η άποψη σωστή ή όχι; Το παρακάτω γράφημα, με στοιχεία του ΟΟΣΑ, που παρουσιάζει την παραγωγικότητα της εργασίας σε διάφορες χώρες του κόσμου. Και σίγουρα μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε την απάντηση.
Με μια γρήγορη ματιά στο δείκτη παραγωγικότητας της εργασίας θα μπορούσαμε να πούμε πως όσοι το υποστηρίζουν αυτό έχουν δίκιο. Το ΑΕΠ που παράγει ένας εργαζόμενος ανά εργάσιμη ώρα στην Ελλάδα είναι 43 δολάρια ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή ένας εργαζόμενος στη Νορβηγία παράγει 83.1$ ανά ώρα και στη Γερμανία και στις ΗΠΑ περίπου 72$ ανά ώρα.
Όμως αν προσέξουμε το σύνολο των ωρών, ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει 2.018 ώρες το χρόνο. Την ίδια στιγμή ο μέσος εργαζόμενος στη Γερμανία δουλεύει 1.356 ώρες το χρόνο, δηλαδή 662 λιγότερες ώρες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η παραγωγικότητα του Έλληνα εργαζόμενου είναι χαμηλή, ενώ του Γερμανού (και όχι μόνο) είναι υψηλή.
Γιατί δουλεύουμε πολύ αλλά παράγουμε λίγο;
Επομένως, η χαμηλή παραγωγικότητα, συνεπώς και ο χαμηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, δεν οφείλονται στην τεμπελιά του Έλληνα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν έχουν την κύρια ευθύνη. Αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε αν εξετάσουμε κάποιες από τις πιθανές αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας οι οποίες είναι οι εξής:
- Απουσία μεγάλων παραγωγικών μονάδων (Βιομηχανία, Μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας και παροχής υπηρεσιών). Οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες διαθέτουν καλύτερη οργάνωση και επιμερισμό της εργασίας. Διαθέτουν καλύτερη δυνατότητα πρόσληψης εργαζομένων και περισσότερες δυνατότητες αύξησης της παραγωγής. Στην ουσία οι δυο βασικές παραγωγικές μονάδες της χώρας είναι ο τουρισμός και η γεωργία-κτηνοτροφία.
- Μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων οι οποίες: 1) Έχουν περιορισμένη δυνατότητα αύξησης της παραγωγής. 2) Μπορεί να απασχολούν ένα εργαζόμενο ο οποίος πραγματοποιεί όλες τις δουλειές με αποτέλεσμα να γίνεται τελικά αντιπαραγωγικός (απουσία εξειδίκευσης και επιμερισμού της εργασίας).
- Απουσία καινοτόμων τεχνολογιών στις περισσότερες Ελληνικές επιχειρήσεις.
- Απουσία συνεχούς επανεκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν ενδιαφέρεται να διευρύνει τις γνώσεις και τις ικανότητες του και να εκπαιδευτεί σε νέες τεχνολογίες.
- Απουσία σωστής ηγεσίας. Διευθυντές και στελέχη επιχειρήσεων οι οποίοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δεν οργανώνουν σωστά και δεν εμπνέουν τους άλλους εργαζόμενους να γίνουν πιο παραγωγικοί.
- Αντιπαραγωγικός δημόσιος τομέας. Δεν είναι απαραίτητα έτσι εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του αλλά εξαιτίας των απαρχαιωμένων δομών του. Και της γραφειοκρατίας. Και της απουσίας (κοινοτόμας) τεχνολογίας. Και της απουσίας κινήτρων για εργασία. Και της απουσίας αξιολόγησης του προσωπικού. Μια από τις βασικές αιτίες είναι και ο μηχανισμός του πελατειακού κράτους που δεν προσλαμβάνει ικανούς εργαζόμενους αλλά “κομματικούς” ή υποψήφιους ψηφοφόρους. Μεγάλο πρόβλημα της αντιπαραγωγικότητας του δημοσίου είναι ότι δεν περιορίζεται εντός των τειχών του, αλλά επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας. Καλώς ή κακώς, ο ιδιωτικός τομέας είναι υποχρεωμένος να αλληλεπιδρά με τον δημόσιο τομέα, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Υπάρχει λύση;
Στη συνολική εικόνα βλέπουμε ότι η χώρα μας αδυνατεί να ακολουθήσει τις γρήγορες αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο. Και ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης γι αυτή την κατάσταση έχει και η πολιτική εξουσία, χωρίς εξαιρέσεις. Όμως η πολιτική εξουσία, αν ακολουθήσει έναν πιο βιώσιμο δρόμο, η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά.
Βελτίωση του επιχειρηματικού πλαισίου, μέσω της μεγαλύτερης απελευθέρωσης της οικονομίας. Αλλαγή της φορολογικής πολιτικής και σταθεροποίηση χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων. Περιορισμός της γραφειοκρατίας. Σύνδεση μεγαλύτερου μέρους της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός του δημοσίου τομέα. Αν ακολουθήσει η Ελλάδα αυτό το δρόμο, μόνο τότε θα μπορεί να προσελκύει επενδύσεις. Τόσο τα αναγκαία κεφάλαια για την ανάπτυξη των υπαρχουσών επιχειρήσεων όσο και την έλευση μεγαλό-επενδυτών και μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες θα εισάγουν νέες τεχνολογίες και καινοτομίες (τις οποίες στη συνέχεια θα μπορούν να αντιγράψουν ελληνικές επιχειρήσεις), θα προσλαμβάνουν ικανότερα στελέχη και θα εκπαιδεύουν το προσωπικό τους (στην πλειοψηφία τους Έλληνες), αυξάνοντας παράλληλα και τη συνολική παραγωγή της Ελληνικής οικονομίας.