Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και η προσέγγιση της με τη Ρωσία δίνει στην Ελλάδα τη μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει πολύ ανώτερα μαχητικά αεροσκάφη, ανατρέποντας το υφιστάμενο ισοζύγιο ισχύος. Η στρατιωτική ισχύς πλέον, δεν αποφασίζεται από το μέγεθος των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, αλλά από το ποιος κατέχει υπεροχή δύναμης πυρός, γεγονός που καθορίζεται κυρίως, από το ποιος διαθέτει αεροπορική υπεροχή.
Με την απόκτηση ξεκάθαρης αεροπορικής υπεροχής η Ελλάδα θα αυξήσει τις στρατηγικές της δυνατότητες έναντι της Τουρκίας και θα ακυρώνει την Τουρκική υπεροχή των χερσαίων και ναυτικών της δυνάμεων.
Μια νέα στρατηγική επιλογή για την Ελλάδα, που θα της δώσει η απόκτηση αεροπορικής υπεροχής, είναι η δυνατότητα του ναυτικού αποκλεισμού των Τουρκικών λιμανιών εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία διαχειρίζονται το 90% του Τουρκικού εμπορίου με το εξωτερικό, ως ειρηνικός μοχλός πίεσης. Η νησιωτική γεωγραφία της Ελλάδας προφυλάσσει το Πολεμικό Ναυτικό από τη χρήση αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων και του επιτρέπει να εμποδίζει με ασφάλεια τη διέλευση εμπορικών πλοίων με προορισμό τα Τουρκικά λιμάνια, ενώ η υπεροχή της Πολεμικής Αεροπορίας θα απαγορεύει στα Τουρκικά μαχητικά και πολεμικά σκάφη επιφανείας την αμφισβήτηση του ελέγχου των θαλάσσιων διαδρόμων από τα Ελληνικά πολεμικά πλοία. Αν φαίνεται παράδοξο η Πολεμική Αεροπορία αντί για το Πολεμικό Ναυτικό, να αποκλείει την παρέμβαση του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού στις Ελληνικές ναυτικές επιχειρήσεις, οι Μάχες της Νορβηγίας και της Κρήτης απέδειξαν την ανωτερότητα της αεροπορικής ισχύος έναντι της ναυτικής αναφορικά με την έκβαση των θαλάσσιων επιχειρήσεων, καθώς και το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ναυμαχίας στην πολεμική ιστορία αποφασίστηκε από τη χρήση των αεροπορικών δυνάμεων.
Στην περίπτωση που η Τουρκική κυβέρνηση αποφασίσει να αντιδράσει με κλιμάκωση της έντασης, ξεκινώντας εχθροπραξίες, θα είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει επιθετικά τα στρατεύματα της στον Έβρο ή τις ναυτικές της δυνάμεις στο Αιγαίο. Όμως, όσο η Ελληνική αεροπορική υπεροχή εξασφαλίζει την υπεροχή δύναμης πυρός, αυτή θα ακυρώνει τα πλεονεκτήματα της Τουρκικής αριθμητικής υπεροχής στην ξηρά και τη θάλασσα, μετατρέποντας κάθε Τουρκική επιθετική ενέργεια σε βέβαιη αυτοκτονία. Επιπρόσθετα, αν η Πολεμική Αεροπορία επιλέξει για νέο μαχητικό αεροσκάφος ένα δικινητήριο μαχητικό μεγάλης εμβέλειας και οπλικού φορτίου, θα έχει τη δυνατότητα να διεξαγάγει επιχειρήσεις καταστολής της εχθρικής αεράμυνας σε ολόκληρη την Τουρκική επικράτεια και να πλήττει τις ενεργειακές της υποδομές, όπως διυλιστήρια, αγωγούς και τερματικούς σταθμούς πετρελαίου ώστε να διαβρώσει περαιτέρω τις δυνατότητες των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Σήμερα, στις ΗΠΑ ο ναυτικός αποκλεισμός προτείνεται ως η μόνη αποτελεσματική στρατηγική εναντίον της Κίνας. Η μεγάλη έκταση της Ασιατικής χώρας και ο πολλαπλάσιος πληθυσμός της σε σχέση με τις ΗΠΑ καθιστούν αδιανόητες τις χερσαίες επιχειρήσεις. Με απλά λόγια, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζοντας παρόμοιες στρατιωτικές προκλήσεις στην Κίνα με εκείνες που έχει η Ελλάδα με την Τουρκία, επιλέγουν το ναυτικό αποκλεισμό ως μόνη εφικτή λύση, εάν η Κινεζική κυβέρνηση γίνει πιο επιθετική. Οι επικριτές αυτής της στρατηγικής πολύ σωστά επισημαίνουν, ότι ποτέ στη στρατιωτική ιστορία δεν κατάφερε από μόνος του ο αποκλεισμός να κρίνει το αποτέλεσμα μιας σύρραξης, αλλά συνέβαλε ως ένας από τους συντελεστές ως προς αυτό.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, ώστε σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να επιδιώξει μαξιμαλιστικούς στόχους, όπως να καταστρέψει τις Τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και να δώσει ένα οριστικό τέλος στην Τουρκική επεκτατικότητα, ή να αποκαταστήσει την ομαλή δημοκρατική διαδικασία και το κράτος δικαίου στη γείτονα. Φυσικά, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο σχετικά με τις θαλάσσιες ένοπλες συρράξεις απαγορεύεται η χώρα που ασκεί τον αποκλεισμό, να εμποδίζει πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα και ιατρικές προμήθειες, οπότε οι πιο πολεμοχαρείς συμπολίτες μας να στερηθούν την ικανοποίηση, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιβληθεί στην Τουρκία προκαλώντας ασιτία στον πληθυσμό της, όπως είχαν πράξει η Βρετανία και οι ΗΠΑ εναντίον της Γερμανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ένας επιτυχής ναυτικός αποκλεισμός θα προκαλούσε έμφραγμα στην Τουρκική οικονομία και θα υποχρέωνε την κυβέρνηση της αργά ή γρήγορα να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα. Πρόσθετα, αν η Τουρκική ηγεσία θεωρούσε εφικτό τον ναυτικό αποκλεισμό από τις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, τότε η Ελληνική πλευρά θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και την απειλή εφαρμογής του ως μέσο αποτροπής της Τουρκικής επιθετικότητας.
Αν αυτή η στρατηγική φαίνεται να ξεπερνά τις Ελληνικές δυνατότητες, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι οι εναλλακτικές επιλογές που έχει η Ελληνική πλευρά, είναι να να συνεχίσει να αναμένει την ώρα που θα αναγκαστεί να πολεμήσει στο έδαφος της με καταστροφικές συνέπειες για τον Ελληνικό πληθυσμό και την οικονομία, ή να επιχειρήσει να έρθει σε συμφωνία με τον εκλεγμένο δικτάτορα της Τουρκίας και να ελπίζει, ότι εκείνος θα την τηρήσει, παρότι πλέον ανοιχτά εκβιάζει την ΕΕ για να του χρηματοδοτηθεί η γενοκτονία των Κούρδων της Β. Συρίας και να τους αντικαταστήσει με Σουνίτες Άραβες. Τελευταία, τα Μέσα Ενημέρωσης εναποθέτουν τις ελπίδες τους για λύση με την Τουρκία σε Άραβες πολέμαρχους όπως τον Χαφτάρ και τον Άσαντ και στην κατά φαντασίαν συμμαχία με τη Γαλλία, ενώ στην πραγματικότητα οι δύο χώρες έχουν συνάψει αμυντική συνεργασία, κάτι που είναι τελείως διαφορετικό. Η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποβλέπει στην αύξηση των δυνατοτήτων των ενόπλων δυνάμεων και στην υιοθέτηση μιας εφικτής στρατηγικής, που θα αξιοποιεί την Ελληνική γεωγραφία για να κερδίσει το προβάδισμα στο μόνο ζήτημα που ο Πρόεδρος Erdoğan σέβεται, τη στρατιωτική ισχύ.
Η Ελλάδα με την αναβάθμιση των F-16 και τις επενδύσεις σε νέα πολεμικά σκάφη επιφανείας ήδη κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, που θα της δώσει το απαιτούμενο κύρος, ώστε στο μέλλον να της δοθεί η δυνατότητα να συνάψει μια πραγματική αμυντική συμμαχία με το Ισραήλ, του οποίου τα εθνικά συμφέροντα απειλούνται όλο και περισσότερο από την Τουρκία, αντί να προσμένει μάταια στρατιωτική υποστήριξη από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Προς αυτόν τον στόχο η Ελλάδα μπορεί από σήμερα να κάνει το πρώτο βήμα αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μεταφέροντας εκεί την Ελληνική πρεσβεία ως άμεση απάντηση στην εισβολή λαθραίων οικονομικών μεταναστών και καταδικασμένων εγκληματιών που παρουσιάζει ως θύματα του πολέμου και πρόσφυγες από τη Συρία ο Erdoğan.