Ένα πλοίο, λοιπόν, αρμενίζει μεσοπέλαγα κατευθυνόμενο προς μία καταιγίδα. Ήδη οι πρώτες ισχυρές ριπές του ανέμου το έχουν χτυπήσει, μαζί με τις πρώτες χοντρές στάλες βροχής. Στο βάθος, τη μαυρίλα του ορίζοντα φωτίζουν αστραπές και κεραυνοί. Η θάλασσα αρχίζει να φουσκώνει, ο κυματισμός είναι πλέον έντονος. Όλοι πάνω στο πλοίο γνωρίζουν πως κατευθύνονται σε μια πρωτόγνωρη καταιγίδα. Και ενώ θα περίμενε κανείς όλοι να έχουν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά –να μαζέψουν την ιστιοφορία, να πετάξουν στη θάλασσα ό,τι περιττό υπάρχει για να ελαφρύνει το πλοίο, να ασφαλίσουν φινιστρίνια και μπουκαπόρτες– να κάνουν, τέλος πάντων, ό,τι απαιτείται για να σωθεί το πλοίο, αυτοί, αξιωματούχοι και πλήρωμα, ύστερα από κάποιες πρώτες στοιχειώδεις αλλά ανεπαρκείς μπρος στο κακό που έρχεται ενέργειες, είναι μαζεμένοι στο κατάστρωμα και συζητούν έντονα (είναι ένα δημοκρατικό πλοίο όπου η εξουσία του καπετάνιου δεν είναι απεριόριστη, ως είθισται στα πλοία).
Το θέμα της συζήτησής τους είναι προς τα πού θα κατευθυνθεί το πλοίο «μετά», μετά την καταιγίδα. Οι αξιωματούχοι αναπτύσσουν τις απόψεις τους με κάθε σοβαρότητα και το πλήρωμα παρακολουθεί εναγωνίως. Οι αξιωματούχοι δε μοιράζονται την ίδια άποψη. Άλλος λέει πως το πλοίο «μετά» θα πρέπει να κατευθυνθεί προς το βορρά, γιατί έχει ακούσει πως εκεί υπάρχει η γη της ισότητας. Άλλος, υποστηρίζει ότι η πλεύση τους «μετά» θα πρέπει να είναι προς τον νότο, όπου έχει ακούσει πως υπάρχει η γη της ευδαιμονίας. Άλλος προς τη δύση, γιατί εξ όσων γνωρίζει εκεί βρίσκεται η γη των ευκαιριών και άλλος προς ανατολάς, όπου του έχουν πει ότι οι τόποι είναι ιεροί. Υπάρχουν και παραλλαγές των παραπάνω, δεν λείπουν δε και εκείνοι που προτείνουν, πάντα «μετά», το πλοίο να κατευθυνθεί ταυτοχρόνως και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τώρα, το εάν το πλοίο και το πλήρωμα υπάρχουν «μετά», ή το εάν το πλοίο υπάρχει μεν αλλά ως ένα ναυάγιο που μετά βίας επιπλέει, με τα πανιά του σκισμένα, μπάζοντας νερά από παντού και με τους μισούς του ναύτες να τους έχει καταπιεί η θάλασσα, αυτά είναι θέματα εκτός συζήτησης. Θεωρούνται μάλλον μπανάλ. Γιατί εκείνο που έχει σημασία, έτσι νομίζουν, είναι η κατεύθυνση, η προοπτική, το μέλλον. Τέτοια πράγματα.
Δε ξέρω για εσάς, φίλες και φίλοι, πάντως εμένα αυτή η εικόνα πολύ μου θυμίζει τον δημόσιο διάλογο που εξελίσσεται σήμερα στη χώρα μας. Η συντριπτική πλειοψηφία των όσων γράφονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, των όσων λέγονται στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις ή των όσων αναλαμβάνουν να διαφωτίσουν συνέδρια και ημερίδες (πάντα εξ αποστάσεως) αφορούν στην εποχή «μετά την κρίση», στην «επόμενη ημέρα». Δεν έχετε παρά να γκουγκλάρετε τους σχετικούς όρους για να πεισθείτε, εάν δεν το έχετε ήδη παρατηρήσει. Θα βρείτε δεκάδες, εκατοντάδες παραπομπές. Κάθε διανοούμενος ( ) που σέβεται τον εαυτόν του θεωρεί ιερή του υποχρέωση απέναντι στο έθνος να πει κάτι για την «μετά την κρίση» εποχή. Οι οικονομολόγοι και οικονομολογούντες για το νέο παραγωγικό μοντέλο που πρέπει να οικοδομήσουμε «μετά», οι πολιτικοί και οι δημοσιολόγοι για το όραμα μιας νέας κοινωνίας «μετά», οι διεθνολόγοι για τον κόσμο που θα αναδυθεί και τη θέση της χώρας σε αυτόν «μετά», οι γιατροί για τα συστήματα υγείας «μετά», οι εκπαιδευτικοί για τις εκπαιδευτικές διαδικασίες στη νέα εποχή «μετά», οι καλλιτέχνες για το είδος της διασκέδασης «μετά», και πάει λέγοντας.
Πολύ λίγα θα βρείτε, φίλες και φίλοι, να γράφονται, να λέγονται ή να γίνονται που να αφορούν στο «τώρα», στο πώς δηλαδή θα πορευτούμε ως χώρα και ως κοινωνία «εντός της κρίσης». Στο πώς θα μπορέσουμε να διαφυλάξουμε στοιχεία της παραγωγικής μας δομής –γιατί όλα δεν θα μπορέσουν να διαφυλαχτούν–, στο πώς θα αντιμετωπίσουμε το κύμα της ανεργίας που θα ογκωθεί, στο πώς θα στηρίξουμε τους ανέργους, κατά προτίμηση όχι με επιδόματα αλλά με ανταμοιβή για παροχή κοινωνικού έργου, στο πώς θα εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι πόροι για τη χρηματοδότηση όλων αυτών, στο τι πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν για χρηματοδοτήσεις που δε θα συνιστούν νέα δάνεια που θα μας γονατίσουν, στο τι θα πρέπει να κάνουμε ως χώρα και ως κοινωνία εάν μια τέτοιου τύπου χρηματοδότηση τελικά δεν υπάρξει, στο κατά πόσο θα επιβαρυνθούμε την κρίση εμείς οι ίδιοι και στο κατά πόσο θα την κουβαλήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας.
Πολύ λίγα θα βρείτε που να συζητούν τα παραπάνω και που να δημιουργούν στο κοινωνικό σώμα τη συνειδητοποίηση –και αυτό είναι το μείζον– της κρισιμότητας της κατάστασης και των μεγάλων δυσκολιών που έχουμε μπροστά μας. Την αίσθηση του επείγοντος, του κρίσιμου, του υπαρξιακού που η κρίση αυτή φέρνει. Τη συνειδητοποίηση ότι για να περάσουμε την καταιγίδα με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε, όχι να πάρουμε, ότι η έννοια της αλληλεγγύης που συχνά επικαλούμαστε αφορά πολύ πρακτικά πράγματα και, κυρίως, εμάς τους ίδιους. Με μια κουβέντα, δεν έχει συνειδητοποιηθεί ότι η επιτυχής αντιμετώπιση της κρίσης αφορά πρωτίστως μια ψυχική κατάσταση και μια κατάσταση του νου, η οποία θα πρέπει να τροφοδοτεί μια τεράστια θέληση που να εμπεριέχει απαραιτήτως την έννοια της προσωπικής θυσίας και προσφοράς. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί ότι αυτά είναι που προέχουν και ότι τα υπόλοιπα, «μεταβατικά προγράμματα» και «γέφυρες», έπονται. Και δεν είναι μόνο ότι έπονται. Θα πρέπει, επιπλέον, να αντανακλούν, να εκφράζουν και να οργανώνουν τα πρωτεύοντα. Αλλιώς είναι άνευ σημασίας.
Είναι γνωστή η ψυχολογική ανθρώπινη αντίδραση της αποστροφής από τα δύσκολα. Οι ιεροφάντες του «μετά» κάνουν ακριβώς αυτό. Αποστρέφουν το βλέμμα τους από τα δύσκολα. Συχνά, μάλιστα, προσπαθούν να εκλογικεύσουν τη στάση τους αυτή, χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να έχετε ακούσει καθηγητές, τραπεζίτες, πολιτικούς, διευθυντές και προέδρους ερευνητικών οργανισμών και ιδρυμάτων να ισχυρίζονται, με πάσα σοβαρότητα βεβαίως, ότι η παρούσα κρίση θα έχει σχήμα V. Δηλαδή η δριμεία κάθοδος θα δώσει ταχέως τη θέση της σε μία αναπτυξιακή εκτόξευση, όπως εκείνη των διαστημικών πυραύλων από το ακρωτήριο Κανάβεραλ. Ποτέ δεν μας εξήγησαν πού βασίζουν την αισιοδοξία τους. Πλην, όμως, αυτή η εδραία τους πεποίθηση ασφαλώς εκλογικεύει τη στάση τους να ασχολούνται με το «μετά». Είναι σαν να μας λένε «Μιας και η κρίση θα περάσει τόσο γρήγορα και η ανάκαμψη θα είναι τόσο εντυπωσιακή, καλύτερα να ασχοληθούμε από τώρα με την ‘επόμενη μέρα’, μη χάσουμε το τρένο». Ίσως ρωτήσετε: υπάρχει πιθανότητα επαλήθευσης της πρόβλεψής τους; Απάντηση: βεβαίως και υπάρχει, όσο υπήρχε και στην άλλη, παλαιότερη πρόβλεψη, εκείνη περί της οικονομίας-ελατηρίου. Εκείνη βέβαια την είπε κάποιος άλλος, όμως μη νομίζετε ότι διαφέρουν πολύ μεταξύ τους αυτοί οι δύο τύποι ανθρώπου. Και πόση είναι αυτή η πιθανότητα; Ίση με εκείνη του να πηδήξεις από τον έκτο όροφο και να σταθείς όρθιος στα δυο σου πόδια (εάν το πιστεύεις, είναι εύλογο κατά την πτώση σου να σκέφτεσαι τι θα κάνεις «μετά»!).
Υπάρχουν και άλλου τύπου διαβεβαιώσεις που ενισχύουν τον εφησυχασμό για το «τώρα», παραπέμποντας εμμέσως, πλην σαφώς, στο «μετά». Διάβαζα στον κυριακάτικο τύπο συνέντευξη συμβούλου της κυβέρνησης που μας διαβεβαίωνε ότι μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης η Ελλάδα δε θα είναι εκείνη που θα «χτυπηθεί» περισσότερο από την κρίση (αν και δεν μας αποκαλύπτει, προφανώς από τακτ, ποια χώρα τελικά είναι η πιο ευάλωτη). Η πιθανότητα να συμβεί αυτό που μας διαβεβαιώνει ο σύμβουλος είναι η ίδια με την μόλις προαναφερθείσα, να μην επανέρχομαι. Και έχοντας ο σύμβουλος ξεμπερδέψει με το ότι δεν είμαστε η πλέον ευάλωτη χώρα, στρέφεται ευθύς αμέσως στο «μετά», οπότε και αναμένει πακτωλό ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, που θα κατευθυνθούν από τις κατοικίες μέχρι τις σύγχρονες τεχνολογίες. Με αποτέλεσμα και οι νέοι μας να αρχίσουν να επιστρέφουν. Τέτοια ωραία! Με εντυπωσίασε όμως η θεμελίωση της άποψής του αυτής. Η επιτυχία στην υγειονομική αντιμετώπιση της κρίσης, λέει, την οποία κανείς δεν περίμενε, προδικάζει και την επιτυχή και ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της χώρα μας, που επίσης κανείς δεν αναμένει. Γιατί όλοι τώρα μας παίρνουν στα σοβαρά. Είναι σαν να λέμε ότι επειδή στις ντομάτες είχαμε καλή σοδειά, θα πρέπει και τα ψάρια στο Αιγαίο να βρίσκονται σε αφθονία! Μικρή παρηγόρια το ότι πλέον φαίνεται να κατανόησε, επιτέλους, την αναγκαιότητα για «επιχορηγήσεις και όχι δάνεια».
Σε μια άλλη περίπτωση, πάντα στον κυριακάτικο τύπο, ένα άλλο μέλος της κυβέρνησης μας διαβεβαιώνει, κατά τρόπο μάλιστα ιδιαιτέρως εμφατικό, ότι θα κερδίσουμε κι αυτόν τον πόλεμο (δεν κατάλαβα απολύτως ποιος ήταν ο άλλος), προτείνοντας μάλιστα να χρησιμοποιήσουμε ως βασικό μας όπλο τις δημόσιες επενδύσεις! Κάποιος θα πρέπει να τον ενημερώσει ότι όλη η δαπάνη για τα επιδόματα κλπ που έχει παράσχει η κυβέρνηση μέχρι σήμερα προέρχεται από το ΕΣΠΑ, άρα επενδύσεις γιοκ. Έχει ενδιαφέρον ότι η δική του αισιοδοξία για το «μετά» εδράζεται στο ότι επιτέλους υπάρχει κράτος (το οποίο, καταρρίπτοντας όλα τα σχετικά διεθνή ρεκόρ, φτιάχτηκε σε μερικούς μήνες). Τέλεια!
Τέλος, να μην παραλείψω να αναφέρω και εκείνον τον αρχηγό κόμματος που δηλώνει (ορθά) ότι «η κρίση θα είναι βαθειά», σπεύδοντας όμως να συμπληρώσει ότι η ευθύνη για αυτό θα οφείλεται αποκλειστικά στην κυβέρνηση, η οποία δεν ακολούθησε την «εμπροσθοβαρή» πολιτική την οποία ο ίδιος πρότεινε και η οποία συμπυκνώνεται στο εξής: τώρα, όλα σε όλους. Σκέφτεται και αυτός με όρους του «μετά», όπως και οι άλλοι, αλλά από μια άλλη προσέγγιση, ας την πούμε «οντολογική». Να είναι «μετά» αυτός ο καπετάνιος του πλοίου, σε όποια κατάσταση και αν είναι το πλοίο.
Να λοιπόν που γυρίσαμε από εκεί που ξεκινήσαμε, στο πλοίο. Ας δούμε τι κάνουν τώρα εκεί. Τους αφήσαμε να συζητούν έντονα προς τα πού θα πρέπει να κατευθυνθούν «μετά την καταιγίδα». Τελικά δεν ομονόησαν. Συμφώνησαν, όμως, να καταγράψει κάθε μία από τις τέσσερις ομάδες αξιωματούχων και πληρώματος –ανατολή, δύση, βορράς, νότος– τις απόψεις της όσο καλύτερα γίνεται και να το ξανασυζητήσουν όλοι μαζί. Να παρουσιάσει η καθεμία τους ένα «ολοκληρωμένο σχέδιο». Τότε, ποιος ξέρει, ίσως να μπορέσει μία ομάδα να πείσει τις άλλες για την ανωτερότητα του δικού της σχεδίου και να λυθεί έτσι το αδιέξοδο του «μετά». Συνεδριάζουν, λοιπόν, χωριστά η μία της άλλης στο μεγαλύτερο χώρο του πλοίου, στην τραπεζαρία. Εκεί τους βρίσκουμε. Είναι μια παλιά συνήθεια στα πλοία να δίνονται ονόματα στους διάφορους χώρους τους. Στο πλοίο αυτό, διαβάζουμε στην είσοδο της τραπεζαρίας να αναγράφεται το όνομα (το μεταφέρουμε όπως ακριβώς το είδαμε, χωρίς να αλλάξουμε την ορθογραφία) «Νήσος Πάρω». Στο κατάστρωμα, το οποίο σημειωτέον ονομάζεται «Νήσος Δίνω», βλέπουμε μερικούς ελάχιστους ναύτες οι οποίοι έχουν επιλέξει να μην συμμετάσχουν στους βαθυστόχαστους προβληματισμούς των υπολοίπων για το «μετά» και έχουν μείνει εκεί, στο κατάστρωμα, στη «Νήσο Δίνω», μακριά από τις τέσσερις ομάδες που έχουν μαζευτεί στη «Νήσο Πάρω». Και παλεύουν και πασχίζουν και κάνουν ό,τι μπορούν για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα προς την οποία κατευθύνεται ολοταχώς το πλοίο, το πλοίο με τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου στην πλώρη του. Θα τα καταφέρουν άραγε; Θα πρέπει να περιμένουμε.
Τελειώνοντας αυτήν τη μικρή ιστορία, φίλες και φίλοι μου, μου ήρθε στο νου ένας στίχος του Μποστ, όπως μου τον έλεγε, ελαφρά παραποιημένο, ένας φίλος και με έκανε να μελαγχολώ και να χαμογελώ ταυτόχρονα. Είναι ο εξής: «Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν, αιφνιδίως εξοκείλει ανοιχτά των Βρυξελλών». Τι Αζόρες, τι Βρυξέλλες, εδώ που τα λέμε!
Καλή συνέχεια και καλό Σ/Κ! ”