είναι η έννοια της μεταρρύθμισης. Έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να βαφτίζονται και
να αναβαπτίζονται ως μεταρρυθμιστικές προτάσεις τα εισπρακτικά μέτρα,
οι αλλαγές αντικειμενικών αξιών και η στελέχωση οργανισμών.
Και όχι οι ουσιώδεις παρεμβάσεις που αναδομούν, ανανεώνουν και αναπροσανατολίζουν το κοινωνικοοικονομικό μας σύστημα. Στην δε κακοποίηση του όρου και της σημασίας του συμμετέχουν πλέον και οι ξένοι θεσμοί και εμπειρογνώμονες.
Γράφουν οι: Δρ. Βλάδος Χάρης, Δρ. Κορώνης Επαμεινώνδας
Ευρωπαϊκή Μεταρρυθμιστική Σύνθεση
Ο μέσος Έλληνας έχει συνδέσει την μεταρρύθμιση με την «ανάλγητη» καταπολέμηση της διαφθοράς, την πολιτική αλλαγή, την εκταμίευση δόσεων από το ΔΝΤ ή τις τροποποιήσεις στον υπολογισμό των φόρων. Στο συλλογικό υποσυνείδητο μια μεταρρύθμιση είναι το κακό σενάριο, η κακή αλλαγή, η «επιβολή των μοχθηρών». Η λέξη ταυτίζεται επίσης αβίαστα και εύκολα, από επισήμους και ασήμους, είτε με απλές λειτουργικές παρεμβάσεις είτε με μια απρόσωπη, γενική και ασπόνδυλη διαδικασία αλλαγών. Αν το δούμε και λιγάκι βαθύτερα, ίσως και να μην φταίμε απόλυτα, καθώς αυτό μας λένε «όλοι» ότι είναι τόσα χρόνια οι περιβόητες «μεταρρυθμίσεις». Φυσικά, παρακάμπτουμε την ουσία: Το γεγονός δηλαδή ότι οι μεταρρυθμίσεις αφορούν βαθιές τομές στην οργάνωση και λειτουργία των θεσμών. Πως είναι πρωτίστως εφαρμογή δύσκολων στρατηγικών επιλογών και επίπονων αλλαγών και αναδιαρθρώσεων, με απώτερους μακροπρόθεσμους στόχους και όχι διαχειριστικές ασπιρίνες για τον κατευνασμό του προεκλογικού πυρετού ή πολιτικές καραμέλες για την ανακούφιση του διεκδικητικού λαιμού των ψηφοφόρων.
Σε μια προσπάθεια εξόδου από μια κρίση, η γενικόλογη και αφηρημένη χρήση του όρου «μεταρρύθμιση» υποβαθμίζει τον διάλογο για τις αναγκαίες αλλαγές καθώς με αυτόν τον τρόπο απλώς αναπαράγουμε τον μεταρρυθμιστικό αστιγματισμό της κοινωνίας μας. Ένα κλασικό παράδειγμα του είδους στα καθ’ ημάς είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες εντάσσονται στις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». Αυτές όμως, όπως συνήθως γίνονται εδώ, δεν εξυπηρετούν τίποτα στην αντιμετώπιση της κρίσης μας, εκτός ίσως από την κάλυψη κάποιων βραχύπνοων ταμειακών αναγκών. Το ζήτημα δεν είναι ποιος θα διαχειρίζεται τα αεροδρόμια, η μεταβίβαση τους από το ένα μονοπώλιο σε ένα άλλο, αλλά η εύρυθμη λειτουργία τους σε ένα ορθολογικό πλαίσιο νόμων και μηχανισμών, που θα αυξάνει τον ανταγωνισμό και θα εκβάλλει σε συγκεκριμένα οφέλη για τον καταναλωτή-πολίτη.
Στην δίνη της εθνικής κρίσης μας μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δήθεν «περισσεύει»: οι τομές στις συνταγματικές επιταγές δεν αποτελούν, δήθεν, επείγουσα προτεραιότητα. Η παρούσα κυβέρνηση, από την άλλη, «μεταρρυθμίζει» τηλεοπτικές άδειες, το πρόγραμμα διδασκαλίας στα σχολεία και τις διαστημικές μας δραστηριότητας: Ναι, μπράβο τους, αλλά ξέρετε ο άνεργος θέλει δουλειά προτού ανέβει στα αστέρια…
Και ποιο το νόημα της εμμονής με το πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων όταν καραδοκεί ο κίνδυνος μιας χρεωκοπίας που δεν διασφαλίζει ούτε καν και τις νόμιμες αποζημιώσεις.
Για να μην καταρρεύσουμε λοιπόν νομοθετώντας φόρους, πρέπει να κατανοήσουμε τι σημαίνει μεταρρύθμιση και να θέσουμε το πρώτο ερώτημα: τι είδος μεταρρυθμίσεων θέλουμε; Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στρατηγικά προέχει μια οικονομική μεταρρύθμιση στους κανόνες της αγοράς. Σε όσους θεωρούν την Ελλάδα «τελειωμένη υπόθεση» πρέπει να απαντήσουμε δείχνοντας την άκρη του νήματος για την έξοδο από τον λαβύρινθο. Στην Ελλάδα του 2017 οι απαραίτητες ριζικές αλλαγές αφορούν την θεσμική και οργανωμένη λειτουργία της παραγωγικής οικονομίας και σε αυτές πρέπει να εστιάσουμε.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα μεταρρυθμιστικών προτάσεων. Η εκ βάθρων αναμόρφωση, απλοποίηση και ανακωδικοποίηση της νομοθεσίας που ρυθμίζει όλα τα επαγγέλματα είναι πρώτη προτεραιότητα. Απαλλασσόμενοι από χιλιάδες σελίδων νομοθεσίας πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε λιτά και λειτουργικά το πλαίσιο λειτουργίας όλων των κλάδων. Η μετάβαση σε ένα απλοποιημένο μοντέλο εργασίας και εισφορών αλλά και η ενδυνάμωση των θεσμικών οργάνων και ανεξάρτητων αρχών είναι κρίσιμες για έναν επενδυτή. Όσοι τοποθετούν επενδυτικά κεφάλαια εξετάζουν το βάθος των θεσμών και της λειτουργίας που τους αφορά: δικαιοσύνη, ομαλή ρύθμιση της αγοράς, ξεκάθαροι όροι του παιχνιδιού. Πρέπει να εστιάσουμε στην ενίσχυση αυτών των δομών άμεσα.
Χρειάζεται μια πραγματική φορολογική μεταρρύθμιση, όχι όπως την εννοούν συνήθως οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, ως παιχνίδια αριθμών και συντελεστών, αλλά επιτέλους ως μια συνολική αντιμετώπιση του τρόπου προσδιορισμού των κερδών φυσικών και νομικών προσώπων και η σύσταση ενός σταθερού ηλεκτρονικού μηχανισμού ελέγχων των χρήσεων. Το θέμα ταμπού, η συνολική μεταρρύθμιση των όρων του τραπεζικού παιχνιδιού και ο επαναπροσδιορισμός της εταιρικής τους διακυβέρνησης. Και τέλος, η αναθεώρηση στον τρόπο που παρακολουθούνται τα χρέη των επιχειρήσεων και επιχειρηματιών, σε μια χώρα που το σύστημα Τειρεσίας κοντεύει να υποκαταστήσει τα δημοτολόγια και ο φόβος των κατασχέσεων έχει αδρανοποιήσει την οικονομία.
Κανόνες και χρήμα δηλαδή, αυτά θέλουν για να κινητοποιηθούν οι επιχειρήσεις. Αυτές είναι απαραίτητες κινήσεις που μπορούν να αλλάξουν τον χάρτη των εσωτερικών επενδύσεων αλλά και ίσως και να προκαλέσουν μικρές εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Βιοτεχνίες που θέλουν να μετεγκατασταθούν και να ενεργοποιήσουν τα προϊόντα τους, νέοι που έχουν σκέψεις για νέα εταιρικά σχήματα, πετυχημένα brands και μοντέλα του εξωτερικού που θέλουν να «πουλήσουν» και σε μια νέα αγορά, νοικοκυριά που θέλουν να εκμεταλλευτούν την πτώση του κόστους κατασκευής για να χτίσουν ένα σπίτι.
Γιατί δεν προχωράνε αυτές οι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις; Μια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να θέτει ασφυκτικά όρια στην κοινωνική λειτουργία, καθώς προσδιορίζει γενικούς κανόνες, όχι συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μπορεί λοιπόν σαν συνέπεια μεταρρυθμίσεων αντί για κίτρινα ταξί να χρησιμοποιούμε Uber, να καταναλώνουμε ινδικά φάρμακα, να εργαζόμαστε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και να στέλνουμε τα παιδιά μας στα καράβια, όπως έχει προτείνει ανοιχτά η Ένωση Εφοπλιστών. Οι μεταρρυθμίσεις συχνά ενέχουν επίπονες αλλαγές προκειμένου να επιτευχθεί η συλλογική οργάνωση και ανάπτυξη. Εκεί εδράζει η πηγή της μη-μεταρρύθμισης στην Ελλάδα διαχρονικά και της παρανόησης του όρου. Ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ριζικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων δεν είναι αρεστό ούτε στον εσωστρεφή πολιτικό μας κόσμο, ούτε σε όσους «κουτσά-στραβά τα βολεύουν», αλλά ούτε και στους δανειστές μας. Δεν είναι καν ευπώλητο στην αγορά ψήφων που θέλει την οικονομία στα μέτρα της, έστω και αν αυτό προκαλεί ανεργία, φτώχια και εξαθλίωση. Οι μεν πολιτικοί μας αγοράζουν χρόνο και αρέσκονται στην αδιέξοδη στατικότητα. Οι δε δανειστές μας, αρκετές φορές, απλώς πιέζουν προς την κατεύθυνση των διασφαλίσεων προβάλλοντας προσχηματικά και μερικές εργαλειοθήκες, όμως «άνευ μάστορα»…
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως τις μεταρρυθμίσεις που θα ενεργοποιήσουν ένα πειστικό αφήγημα και θα την καταστήσουν μια αξιόπιστη επιλογή υποδοχής και υλοποίησης επενδύσεων. Τα μακροοικονομικά και νομισματικά (αχρείαστα ελπίζουμε) στηρίγματα από εκεί θα προέρθουν. Η «νεκρή» μεταρρύθμιση πρέπει σαν έννοια να μετενσαρκωθεί σε ένα λιτό, ρηξικέλευθο και πειστικό σχέδιο συγκεκριμένων αλλαγών που αφορούν την αποδιοργανωμένη και οικονομική λειτουργία της χώρας.
Ο Χάρης Βλάδος διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και είναι Πρόεδρος της Διοικούσας της Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης (ΕΥ.ΜΕ.ΣΥΝ.) |
Ο Επαμεινώνδας Κορώνης είναι Reader στο Πανεπιστήμιο Westminster και μέλος της Διοικούσας της Ευρωπαϊκής Μεταρρυθμιστικής Σύνθεσης (ΕΥ.ΜΕ.ΣΥΝ.) |