Από πάντα, νομίζω, ήμουν κάπως ιδιότροπος…
Έτσι, όταν τέλειωσα εδώ το πανεπιστήμιο και ενώ οι περισσότεροι “πτυχιοφέροντες” κολλητοί μου στο Πασαλιμάνι αποφάσιζαν για τα μεταπτυχιακά τους είτε στην Αγγλία, είτε στην Αμερική, εγώ αποφάσισα να πάω στην Γαλλία…
Μα πως, ρε; μου έλεγαν.
Ξέρεις Γαλλικά, τι διάβολο θα κάνεις;
Όντως, τα Γαλλικά μου εκείνη την εποχή ήταν πιο καμπούρικα και από τον Κουασιμόδο.
Ούτε “βοήθεια” δεν καλομπορούσα να φωνάξω στα Γαλλικά αν θα χρειαζόταν, να πω την αλήθεια.
Αλλά, το στοίχημα το έβαλα.
Το βασικό “δόλωμα” που με τράβηξε προς τα εκεί ήταν κάποια επιστημονικά άρθρα που είχα διαβάσει σε ένα μάθημα κοντά στο πτυχίο μου στο Καποδιστριακό, γεμάτα νόημα και ζουμί στα μάτια μου. Θέμα τους η παγκοσμιοποίηση, έννοια παντελώς άγνωστη τότε στο σινάφι ακόμα και των οικονομολόγων στην Ελλάδα -θα μου πείτε και τώρα μήπως είναι γνωστή, αλλά ας το αφήσουμε αυτό…
Όλα σχεδόν από αυτά ήταν -μυστηριωδώς…- γραμμένα από κάποιους Γάλλους οικονομολόγους και, συγκεκριμένα, με “αντρέσσα” από ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο: Paris X- Nanterre…
Ναντέρ είπα λοιπόν, εδώ είμαι…
Ναι, επρόκειτο για το “επαναστατικό” πανεπιστήμιο του Μάη του 68, κι όμως με αποφοίτους σαν τον Νικολά Σαρκοζί, τον Ντομινίκ Στρος-Καν και την Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά κι εκείνο όπου για να τολμήσεις να ισχυρισθείς πως είσαι “αριστερός”, φυσικά, θα έπρεπε να είχες καλοχωνέψει 4-5 μαρξιστικές βιβλιοθήκες και όχι όπως έχουμε συνηθίσει στο “τσάμπα” στα καθ’ ημάς- αλλά ας το αφήσουμε και αυτό…
Λοιπόν, τόλμησα…
Μετά από ολιγόμηνα εντατικά μαθήματα γλώσσας έφτιαξα κάπως το γλωσσικό μου αρκεβούζιο. Έδωσα εξετάσεις ισοτιμίας, πέρασα, και μετά εξετάσεις εισαγωγής στο μεταπτυχιακό με θέμα “Η δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας”, έχοντας μπροστά μου ζόρικο ανταγωνισμό. Ξαναπέρασα και με διάλεξαν. Ανέλπιστο…
Εγκαταστάθηκα στο Παρίσι, λοιπόν, σε μια περιοχή στο κέντρο, πλας ντε λα ρεπουμπλίκ, σε μια σοφίτα ενός φτηνού ξενοδοχείου. Αναμενόμενο, φυσικά, σύμφωνα με το πορτοφόλι μου.
Και έτσι ξεκίνησε η ιστορία της γνωριμίας μου με την Γαλλική κοινωνία…
Η ιδιοκτήτρια του μικρού ξενοδοχείου, να πω την αλήθεια, δεν είχε γοητευτεί όταν στην πρώτη γνωριμία μας της ανακοίνωσα με χαμόγελο και υπερηφάνεια πως “Είμαι Έλληνας”…
Δεν άργησα να καταλάβω και από πολλές συζητήσεις με ντόπιους -ευθείες και με υπονοούμενα… – πως η “εικόνα του Έλληνα” στην Γαλλία δεν ήταν αυτή που μου είχαν “εμφυσήσει” τα γνωστά πατριωτικά στερεοτυπικά δεδομένα μου στην Ελλάδα…
Ο “Έλληνας ως εικόνα” στο Παρίσι, δεν ήταν ο γενναίος, ο υπερήφανος, ο αριστοκρατικής καταγωγής, δημιουργός του παγκόσμιου πολιτισμού…
Ήταν στα μάτια του “μικρομεσαίου Γάλλου”, μάλλον, ο κάπως μπαγαπόντης εμιγκρές, συχνότατα χαρτοπαικτάκος και θαμώνας του ιπποδρόμου, όχι τέρας εργατικότητας, πάντως καταφερτζής και συνήθως ομορφόπαιδο, συχνότατα, δε, αρεσκόμενος στο να συνοδεύει αρκετά μεγαλύτερης ηλικίας εύπορες Παριζιάνες…
Δεν ήταν ο Αχιλλέας και ο Μεγαλέξανδρος, λοιπόν, αλλά μάλλον κάποιος σερβιτόρος, ή κρεπετζής ή ραφτάκος…
“Τι Πορτογάλος, τι Έλληνας, τι Γιουγκοσλάβος, τι Τούρκος, τι Λιβανέζος, το ίδιο….” να τα πούμε απλά, αυτό το νόημα…
Εντύπωση, δε, μου είχε κάνει την πρώτη κιόλας εβδομάδα, η απορία του σαρκουτιέ (αλλαντοπώλη, ας πούμε) της γειτονιάς μου όταν του συστήθηκα και του ζήτησα 6 φέτες ζαμπόν: “Μα τρώνε οι Έλληνες ζαμπόν;”…
Φυσικά, και δεν μου καλοάρεσε αυτή η “προσγείωση”. Αλλά την κατάπια…
Στο πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν, βέβαια, λίγο διαφορετικά.
Με το που έλεγες “Έλληνας” στα μάτια ορισμένων καθηγητών σαν κάτι να έλαμπε. Βέβαια, δεν άργησα να καταλάβω τι σήμαινε αυτή η λάμψη: “Ξεκινάς με ένα πόντο πρόσθετης συμπάθειας. Αν τον κακοδιαχειριστείς και το παίξεις εξυπνάκιας έχασες, μάγκα, δέκα…”
Μην σας τα πολυλογώ, την Γαλλία την αγάπησα πολύ.
Πρώτα από όλα γιατί εκεί κατάλαβα πραγματικά τι σημαίνει Ελλάδα και τι Έλληνας. Με βοήθησε να κάνω “δίαιτα” στις ψευδαισθήσεις που με είχαν μπουκώσει από το δημοτικό και να αγαπήσω την πατρίδα και τους συμπατριώτες μου με έναν πιο βαθύ και ουσιώδη τρόπο. Να βλέπω μπροστά από το “ένδοξο παρελθόν”, τον δύσκολο αγώνα τους για ένα καλύτερο αύριο…
Και μετά την αγάπησα την Γαλλία γιατί μου έδωσε γνώση και εμπειρίες ανοιχτόχερα. Δεν μου αρνήθηκε την αίσθηση της δεύτερης πατρίδας και για να το πω καλύτερα ανατοποθέτησε στο κεφάλι μου την έννοια της πατρίδας. Πατρίδα είναι, τελικά, ό,τι σου δίνει βάση να χτίσεις με ασφάλεια την ζωής σου και ευκαιρίες βελτίωσης της πορείας σου και τίποτα άλλο. Και πατριώτης είσαι μονάχα όταν με τις πράξεις και την συμπεριφορά σου αυξάνεις τις δυνατότητες της πατρίδας σου να δίνει καλύτερη ζωή σε όλους τους κάτοικους της. Και μόνον τότε. Τα λοιπά, φούμαρα…
Θυμάμαι, στην υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής μου στο Παρίσι, απέναντι μου μεταξύ άλλων κριτών είχα κι έναν πασίγνωστα “ξινό” Γάλλο καθηγητή. Ξεκινώντας λοιπόν να παρουσιάζω την ερευνητική εργασία μου μπροστά στην επιτροπή συστήθηκα, είπα το όνομα μου και πρόσθεσα πως είμαι Έλληνας. Με διέκοψε αρκετά άκομψα: “Αδιαφορώ για την καταγωγή σας, κύριε, συνεχίστε”…
Συνέχισα. Με αξιολόγησε στο τέλος με άριστα και η επιτροπή μου απέδωσε “πολύ τιμητική διάκριση”…
Μετά γύρισα στην Ελλάδα και, πλέον, διδάσκω στην Θράκη.
Κάθε φορά που εξετάζω προφορικά τους φοιτητές μου ζητώ μόνον το επώνυμο τους. Συχνά, ορισμένοι τείνουν να μου δίνουν πρόσθετες διευκρινήσεις για την προέλευση τους. Αλλά δεν το παραλείπω, πλέον, κι εγώ: “Αδιαφορώ για την καταγωγή σας, κύριε”…
Ε, και βάζω κι εγώ άριστα, που και που…
Πλοήγηση άρθρων