“Καθώς πλησιάζει η 25η Μαρτίου θα κάνω μερικά posts σχετικά με την επαναστατική περίοδο. Σκεφτόμουν αρχικώς να τα αναρτήσω στο κλειστό group του μαθήματος που διδάσκω σ’ αυτό το εξάμηνο (Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας).
Αναπληρωτής καθηγητής
Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αλλά αποφάσισα τελικά να τα αναρτήσω εδώ γιατί νομίζω έχουν ευρύτερο ενδιαφέρον.
Το πρώτο post έχει να κάνει με τη μάχη στο Μανιάκι και με το (αμφισβητούμενο) περιστατικό του φιλιού που έδωσε ο Ιμπραήμ στον Παπαφλέσσα.
Η μάχη διεξήχθη στις 20 Μαΐου του 1825 στη θέση Ταμπούρια. Ο Παπαφλέσσας (το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Δικαίος) είχε μαζί του περίπου 300 (ή λίγο περισσότερους) πολεμιστές ενώ οι Αιγύπτιοι πάνω από 6.000 -καλά εκπαιδευμένους από γάλλους αξιωματικούς- στρατιώτες και ισχυρό ιππικό. Πώς βρέθηκε εκεί ο Παπαφλέσσας και σε τόσο μειονεκτική θέση;
Δεν θα παρουσιάσω εδώ τη βιογραφία του Παπαφλέσσα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι υπήρξε ταυτόχρονα ήρωας και τυχοδιώκτης. Ο ρόλος του στην έναρξη της επανάστασης είναι όχι απλά κρίσιμος αλλά κομβικός. Τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν ο ίδιος δεν είχε βρεθεί εκείνη την κρίσιμη στιγμή στον Μοριά και αν δεν είχε υποχρεώσει μεγάλο μέρος των προεστών να συμμετάσχουν στην επανάσταση χρησιμοποιώντας εις βάρος τους ψεύδη, βία, απειλές, ακόμα και προβοκάτσιες. Μετά το ξέσπασμα της επαναστασης συμμετέχει ενεργά με αυταπάρνηση και γενναιότητα σε πολλές μάχες αλλά μετά τη σταθεροποίηση της εμπλέκεται ενεργά στους εμφυλίους πολέμους. Κατά την περίοδο αυτή ο ρόλος του είναι σκοτεινός και πολλές φορές ιδιαίτερα αρνητικός καθώς συμπεριφέρεται σαν γνήσιος αρριβίστας.
Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ εισβάλλει στην Πελοπόννησο και η Επανάσταση κινδυνεύει. Ο Παπαφλέσσας είναι εκείνη την εποχή Υπουργός Στρατιωτικών. Όμως αποφασίζει να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ ο ίδιος στο πεδίο της μάχης πριν αυτός προλάβει να εισβάλλει στην Αρκαδία. Ζητά να απελευθερωθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι του εμφυλίου (π.χ. ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης) και δηλώνει μάλιστα σε συνεδρίαση της Βουλής (δηλ. του «Βουλευτικού») ότι θα συγκεντρώσει μια στρατιά σχεδόν 10.000 ανδρών και θα συντρίψει τον Ιμπραήμ. Δεν τα καταφέρνει όμως όπως έλπιζε διότι οι περισσότεροι οπλαρχηγοί δείχνουν απροθυμία είτε διότι φοβούνται το πανίσχυρο Τουρκο-Αιγυπτιακό στράτευμα είτε διότι προτιμούν να παραμείνουν στις δικές τους περιοχές και να τις προστατεύσουν από τον επερχόμενο κίνδυνο.
Έτσι συγκεντρώνει με το ζόρι λιγότερους από 3.000 άνδρες αλλά σύντομα κι αυτοί μειώνονται στους 1.200 καθώς οι ενισχύσεις δεν έρχονται και το στράτευμα του Ιμπραήμ εμφανίζεται στον ορίζοντα τεράστιο και απειλητικό.
Ο Παπαφλέσσας όμως δεν φεύγει. Αποφασίζει να δώσει μάχη. Γιατί έμεινε; Έλπιζε να νικήσει τους Αιγυπτίους; Όχι βέβαια. Είχε αποφασίσει να θυσιαστεί. Με τον δικό του τρόπο φυσικά. Στον αδελφό του που καθυστερεί να έρθει να τον βοηθήσει γράφει:
«Νικήτα, έλαβα την επιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες. Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν η πρώτη μπάλα τoυ Ιμβραήμ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας και ‘σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα. Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαις. Παπαφλέσσας»
Όταν ο Ιμπραήμ αποφασίζει να επιτεθεί στη θέση που έχει επιλέξει ο Παπαφλέσσας (η οποία είναι πολύ πρόχειρα οχυρωμένη) με 6.000 στρατιώτες και ιππικό είναι θέμα χρόνου η συντριβή των 300-700 (δεν είμαστε βέβαιοι για το ακριβές νούμερο) γενναίων ανδρών που είχαν απομείνει. Δεν βοήθησε βέβαια το γεγονός ότι ο Παπαφλέσσας τους είχε ήδη ανακοινώσει τον σκοπό του: «Καθίστε όλοι εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
Το τελευταίο εκείνο βράδυ, ακούγοντας τον Παπαφλέσσα ο μανιάτης οπλαρχηγός Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης στράφηκε στους άνδρες του και είπε τη γνωστή φράση: «Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος απομείνει ζωντανός, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια».
Όσοι δεν είχαν πρόθεση να πεθάνουν σαν αρχαίοι Έλληνες λιποτάκτησαν εκείνο το βράδυ. Συνέχιζαν να λιποτακτούν και το πρωί, ακόμα και την ώρα που είχε ξεκινήσει η επίθεση από τον Ιμπραήμ.
Μέσα σε 8-9 ώρες σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι και φυσικά ο ίδιος ο Παπαφλέσσας. Προς το τέλος της μάχης έφτασαν δύο ελληνικά σώματα (του αδελφού του και του Πλαπούτα) με ενισχύσεις περίπου 2.000 ανδρών αλλά δεν ενεπλάκησαν. Ήταν πλέον πολύ αργά.
Μετά το τέλος της μάχης (σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς – αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί) ο Ιμπραήμ ζήτησε να βρεθεί το πτώμα του Παπαφλέσσα. Επειδή είχε αποκεφαλιστεί οι στρατιώτες αφού έστησαν το ακέφαλο πτώμα πάνω σε μια βελανιδιά τοποθέτησαν πάνω του το κεφάλι όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο Ιμπραήμ πλησίασε, περιεργάστηκε τον νεκρό αντίπαλό του για αρκετή ώρα και τελικά αποφάσισε να τον φιλήσει στο μέτωπο εκφράζοντας το θαυμασμό και το σεβασμό του για τον γενναίο αντίπαλο. Λέγεται μάλιστα (από τον Φωτάκο) ότι είπε στους επιτελείς του: «Πράγματι αυτός ήταν ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, αλλά να τον πιάναμε ζωντανό».
Τις επόμενες ημέρες ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην Καλαμάτα και την πυρπόλησε. Στις 11 Ιουνίου 1825 κατέλαβε την Τρίπολη. Όμως δύο ημέρες αργότερα, στις 13 Ιουνίου του 1825, ο Γιάννης Μακρυγιάννης και ο Δημήτριος Υψηλάντης θα καταφέρουν να σταματήσουν τον αιγυπτιακό στρατό στους Μύλους, στο δρόμο που ένωνε την Τρίπολη με το Ναύπλιο. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη κατά των Αιγυπτίων. Δεν άλλαξε την πορεία του πολέμου αλλά προστάτευσε το Ναύπλιο.
Αναπληρωτής καθηγητής
Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τι έγινε στο Μανιάκι εκείνη την ημέρα γιατί σχεδόν όλοι οι αγωνιστές που συμμετείχαν σκοτώθηκαν. Επειδή η μάχη έγινε σύντομα θρυλική πολλοί δήλωναν ψέματα ότι συμμετείχαν σ’ αυτήν. Οι περισσότεροι ήταν άτομα που είχαν εγκαταλείψει το στρατόπεδο λίγο πριν ξεκινήσει η μάχη και ντρέπονταν γι’ αυτό – δήλωναν λοιπόν επιζώντες. Αρκετοί από αυτούς (αλλά και άλλοι απατεώνες) το δήλωναν επιπλέον για να διεκδικήσουν συντάξεις και άλλου είδους χρηματικές ανταμοιβές.
Όμως υπάρχουν δύο επιζώντες που μάλλον η μαρτυρία τους είναι γνήσια. Ο πρώτος είναι ο Μ. Σταυριανόπουλος που φαίνεται ότι γλύτωσε τη σφαγή γιατί είχε τραυματιστεί σοβαρά και το σώμα του είχε σκεπαστεί από τα πτώματα των συμπολεμιστών του. Ο Σταυριανόπουλος πέθανε σε βαριά γεράματα το 1896 αλλά δυστυχώς η μαρτυρία του έχει χαθεί.
Ευτυχώς η δεύτερη έγκυρη μαρτυρία διατηρείται ακόμα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πρόκειται για μαρτυρία ενός αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει ως «Γιόργης Αρκαδινός». Την έχει υποβάλει στον Ιωάννη Καποδίστρια με σκοπό να ζητήσει οικονομική βοήθεια για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του που ζει σε άθλιες συνθήκες. Η αναφορά είναι σύντομη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα. Ο αγωνιστής είχε χάσει τα πόδια του μετά τη μάχη (τον συνέλαβαν οι Αιγύπτιοι και τον ακρωτηρίασαν όταν κατάλαβαν ότι συμμετείχε στη μάχη) αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε άθλια κατάσταση στον Πόρο για να παραδώσει την έκθεση στον Κυβερνήτη.
Διαβάστε καταρχήν ένα πολύ σύντομο αλλά καλογραμμένο διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη (δημοσιευμένο το 1892). Ο Μητσάκης ήταν δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έγραψε το κείμενο σε ηλικία 29 ετών. Τα νεανικά γραπτά του είναι τα καλύτερα γιατί από το 1894 και μετά υποφέρει από σοβαρές νευρικές διαταραχές και νοσηλεύεται συχνά σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο τον Ιούνιο του 1916.
Το διήγημα αυτό περιλαμβανόταν σε κάποιο αναγνωστικό μου, δεν θυμάμαι σε ποια τάξη (δημοτικού ή γυμνασίου). Είναι λοιπόν πολύ γνωστό στη δική μου γενιά και υποθέτω σε παλαιότερες. Θα με ενδιέφερε να μάθω αν κάποια/ος από εσάς που είστε τώρα φοιτήτριες και φοιτητές το γνωρίζει (και πώς).
Θα το βρείτε εδώ:
Το φίλημα || του Μιχαήλ Μητσάκη
Το 1971 η Finos Films, η σημαντικότερη ελληνική εταιρία κινηματογραφικών παραγωγών, αποφασίζει να γυρίσει μια υπερπαραγωγή (για τα ελληνικά δεδομένα) για τον Παπαφλέσσα. Η ταινία γυρίζεται σε συνεργασία με τον συνεργαζόμενο με την χούντα παραγωγό James Paris και μια υπηρεσία του τότε Υπουργείου Βιομηχανίας (Γενική Κινηματογραφικών Ταινιών) που υποστήριζε χρηματικά και με άλλους τρόπους εθνικοπατριωτικές ταινίες. Για πολλά χρόνια η ταινία θα διατηρήσει το ρεκόρ της ακριβότερης ελληνικής παραγωγής καθώς κόστισε 12εκ δρχ. (δηλαδή σε σημερινές τιμές περίπου 2,5 εκ. ευρώ).
Όμως η ταινία είναι καλή. Καταρχήν γιατί την σκηνοθετεί ο ταλαντούχος νέος σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου. Το σενάριο γράφει ο καλός επαγγελματίας σεναριογράφος Πάνος Κοντέλης, βασισμένος στο ομώνυμο θεατρικό έργο του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά που βρίσκεται αρκετά κοντά στην ιστορική αλήθεια.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι σταρ της Finos Film (Δημήτρης Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Παπαφλέσσα, Αλέκος Αλεξανδράκης στον ρόλο του Κανέλλου Δεληγιάννη, Άγγελος Αντωνόπουλος στον ρόλο του Εμμανουήλ Ξάνθου κ.ά.) και οι σταρ της εταιρίας του James Paris (Χρήστος Πολίτης στον ρόλο του Δημητρίου Υψηλάντη, Κάτια Δανδουλάκη στον ρόλο του πλατωνικού έρωτα [γκούχου, γκούχου…] του Παπαφλέσσα, Γιάννης Κατράνης κ.α.).
Η ταινία τελειώνει βέβαια με το φιλί. Η σκηνή είναι πολύ καλά γυρισμένη από τον Ανδρέου και ερμηνευμένη άψογα από τον καλό ηθοποιό Στέφανο Στρατηγό που ερμηνεύει τον Ιμπραήμ. Η υποβλητική μουσική του μεγάλου έλληνα συνθέτη Κώστα Καπνίση κάνει τη σκηνή συγκλονιστική.
Η ταινία δεν πήγε και τόσο καλά. Σε πρώτη προβολή την είδαν περίπου 300.00 άτομα στην Αθήνα και τον Πειραιά (τα μισά περίπου απ’ όσα έβλεπαν συνήθως τις ταινίες της Αλίκης ή τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη).
Έλαβε όμως τα βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Αρτιότερης Παραγωγής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, ενώ δόθηκε Τιμητική διάκριση στον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Διονύση Φωτόπουλο.
Δυστυχώς η ταινία δεν ανήκει στη Finos Films. Τα δικαιώματα διανομής τα είχε διατηρήσει ο James Paris. Σήμερα τα έχει η εταιρία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος που αποτελούσε τον μεγαλύτερο αντίπαλο της Finos Films την εποχή εκείνη με ταινίες μέτριες ή και πολύ κακές. Δυστυχώς η εταιρία Κ-Κ έχει κατορθώσει να καταστρέψει με τις παρεμβάσεις της ταινίες δικές της αλλά και άλλων παραγωγών που τώρα πλέον της ανήκουν. Το ίδιο κάνει κι εδώ με τους τίτλους φρικτής αισθητικής που εμφανίζονται στο τέλος της ταινίας.
[ακούστε εδώ απόσπασμα από το υποβλητικό soundtrack του Κώστα Καπνίση: https://youtu.be/DwV01GDqKHM]
Το Μανιάκι σήμερα βρίσκεται στο νομό Μεσσηνίας. Είναι ένα πολύ μικρό χωριό που υπάγεται στον Δήμο Παπαφλέσσα. Στην εκκλησία της Αναστάσεως βρίσκονται ακόμα και σήμερα τα οστά των πολεμιστών που θυσιάστηκαν. Διαβάστε αυτό το παλαιότερο ρεπορτάζ του Βήματος για το χωριό:
«Στο χωράφι μου “έπεσε” ο Παπαφλέσσας»
[Ο τίτλος του post (“A glorious death”) προέρχεται από τον χαρακτηρισμό του Thomas Gordon για τη θυσία στο Μανιάκι στο δίτομο έργο του: “History of the Greek Revolution”. London 1844 (2η εκδ. – η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1832). Τόμος ΙΙ, σελ. 215-6. Για τον σκωτσέζο φιλέλληνα στρατιωτικό και ιστορικό, Thomas Gordon, θα μιλήσουμε στο αυριανό μας post].
Αναπληρωτής καθηγητής
Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών