“Στις 4.30 μμ της 25ης Οκτωβρίου, ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ειδοποιήθηκε ότι απεσταλμένοι του Τούρκου Αρχιστράτηγου, με επί κεφαλής τον Φρούραρχο Θεσσαλονίκης Στρατηγό Τεφίκ Πασά, μαζί με τους Προξένους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας, έφτασαν με ειδικό τραίνο στο Τεκελί[1] όπου στάθμευε το Απόσπασμα Ευζώνων του Συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλου.
Οι Πρόξενοι ζήτησαν από τον Κωνσταντίνο να τους δεχθεί στο Στρατηγείο του, και εκεί του δήλωσαν ότι ο Τούρκος Αρχιστράτηγος ήταν πρόθυμος να δεχθεί την διακοπή των επιχειρήσεων, με τον όρο να του επιτραπεί να αποσυρθεί με τον Στρατό του στο φρούριο του Καραμπουρνού, μέχρι να υπογραφεί η ειρήνη. Αν ο Κωνσταντίνος δεχόταν τους όρους αυτούς, θα μπορούσε να καταλάβει τη πόλη σε μερικές ώρες, εισερχόμενος σε αυτή την 26η Οκτωβρίου.
Ο Κωνσταντίνος απάντησε ότι καταλαβαίνει τον κίνδυνο που διέτρεχε η πόλη, αν συνεχίζονταν οι μάχες, αλλά επέμεινε στην παράδοση και τον πλήρη αφοπλισμό των Τούρκων, επιτρέποντας μόνο στους Τούρκους Αξιωματικούς να κρατήσουν τα ξίφη τους, με την προϋπόθεση ότι θα του έδιναν τον λόγο της στρατιωτικής τους τιμής ότι δεν θα συμμετείχαν στο μέλλον σε επιχειρήσεις εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων. Και έδωσε προθεσμία στον Σεφίκ Πασά να συνεννοηθεί με τον Αρχιστράτηγό του και να φέρει την απάντηση ως τις 6 το πρωί της επομένης, 26-10-1912. Μία ώρα πριν λήξει η προθεσμία, ο Σεφίκ επέστρεψε με την απάντηση του Ταχσίν, ο οποίος δεχόταν όλους τους όρους εκτός από την παράδοση του Καραμπουρνού. Και ζητούσε να μείνουν και 5.000 άνδρες του «υπό τα όπλα», για την προστασία τους.
Ο Κωνσταντίνος απέρριψε κάθε τροποποίηση των όρων του. Και απέρριψε το αίτημα του Σεφίκ για νέα προθεσμία, λέγοντάς του ότι δόθηκε ήδη Διαταγή για την προέλαση της Στρατιάς! Και πράγματι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προέλασή του προς την πόλη, από όλες τις κατευθύνσεις, με την 1η, 2η, 3η και 7η Μεραρχία να προχωρούν με καθαρά επιθετική διάταξη, ενώ η Ταξιαρχία Ιππικού στάλθηκε στη Γιουβέσνα[2], στον δρόμο των Σερρών, για να ανακόψει την Τουρκική υποχώρηση, αλλά και την Βουλγαρική προώθηση. Ως τις 2 το μεσημέρι ολόκληρη η Στρατιά είχε αναπτυχθεί σε «τάξη μάχης», και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του είχαν μεταφερθεί προς το Σιαμλί[3], επιβλέποντας από κοντά την προέλαση.
Στις 3 το μεσημέρι, ενώ η Στρατιά προέλαυνε σύμφωνα με τις Διαταγές και από τις προφυλακές ακούγονταν αραιοί πυροβολισμοί, έφτασε στο Στρατηγείο ο Ανθυπίλαρχος Μαραθέας, σταλμένος από τον Διοικητή της Ταξιαρχίας Ιππικού. Από αυτόν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε ότι η Ταξιαρχία Ιππικού συνάντησε στο χωριό Αποστολάρ[4] ένα μικτό[5] Σύνταγμα Ιππικού, σε απόσταση έξι ωρών περίπου ΒΔ της Θεσσαλονίκης, έχοντας πίσω του μία μικτή Ταξιαρχία Πεζικού τρεις ώρες παραπίσω, και μία Μεραρχία Πεζικού τρεις ώρες πιο πέρα. Το μικτό Σύνταγμα Ιππικού δεν μπορούσε να εισέλθει ή να επιτεθεί νύχτα και σκόπευε να διανυκτερεύσει στο Γκολόμπασι[6]. Αυτή η πληροφορία ήταν βολική για τον Κωνσταντίνο. Με τον αέρα και το κύρος του «συμμάχου Αρχιστρατήγου», που είναι «χαρούμενος για την επικείμενη συμμαχική νίκη», στέλνει επιστολή στον Σέρβο Διοικητή, λέγοντάς του να μην βιάζεται … φροντίζουν οι Έλληνες …
«Στρατηγέ μου … έχω τι τιμή να σας πληροφορήσω ότι βρίσκομαι ήδη μπροστά στη πόλη, στην οποία θα μπω απόψε … μην μπείτε στο κόπο να προχωρήσετε … πηγαίνετε όπου υπάρχει επείγουσα στρατιωτική ανάγκη …» Μόνο «άμε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου» δεν του έγραψε …
Δεν πέρασαν δεκαπέντε λεπτά και στις ελληνικές προφυλακές φάνηκε Τούρκος Αξιωματικός με λευκή σημαία και γράμμα του Ταχσίν Πασά: «… Έχω την τιμή να πληροφορήσω την Υμετέρα Υψηλότητα ότι αποδέχομαι τη πρότασή ΣΑΣ την οποία κάνατε χθες …»
Το μήνυμα παραδόθηκε αμέσως στον Κωνσταντίνο. Αυτό ήταν … η Θεσσαλονίκη ήταν πια δική του … χωρίς όρους … Διέταξε την 7η Μεραρχία και το Απόσπασμα Ευζώνων να συνεχίσουν τη πορεία τους και να καταλάβουν τα περίχωρα, ενώ η υπόλοιπη Στρατιά διατάχτηκε να σταματήσει, για να αποφευχθούν συμπλοκές και περιττές αιματοχυσίες με τους υπό παράδοση Τούρκους. Καθώς έδυε ο ήλιος, δύο Αξιωματικοί του Επιτελείου, ο Συνταγματάρχης Δούσμανης και ο Λοχαγός Μεταξάς έφταναν στο Στρατηγείο του Ταχσίν, για να υπογράψουν το Πρωτόκολλο της παράδοσης της Θεσσαλονίκης και τους Τουρκικού Στρατού[7]: 25.000 άνδρες, 1.000 Αξιωματικοί, 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι, άφθονο υλικό κάθε κατηγορίας και το φρούριο Καραμπουρνού … Τη στιγμή της αναχώρησης των Ελλήνων Επιτελών, ο Ταχσίν ζήτησε ως χάρη να σταματήσει η προέλαση της 7ης Μεραρχίας και παρακάλεσε τον Δούσμανη να ειδοποιήσει τον Μέραρχο της 2ης Μεραρχίας Καλλάρη για την παράδοση[8].
Με επείγον τηλεγράφημα ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε τον Βασιλέα και τον Πρωθυπουργό για την παράδοση. Όμως, το τηλεγράφημα δεν έφτασε έγκαιρα στον Βενιζέλο, και αυτός ήταν σε «αναμμένα κάρβουνα». Γεμάτος αγωνία, δεν βάστηξε άλλο τα προσχήματα και τηλεγράφησε στον Κωνσταντίνο, δίνοντάς του εντολή να αποδεχθεί την προσφερόμενη παράδοση (με τους όρους του Ταχσίν) και να μπει στην πόλη χωρίς άλλη καθυστέρηση, καθιστώντας τον υπεύθυνο για κάθε αναβολή! Όταν τελικά πήρε την αναφορά, ο Βενιζέλος διέταξε να μην σταλεί το τηλεγράφημα, αλλά ήταν αργά.
Από τα μεσάνυχτα ακόμη της 26ης Οκτωβρίου είχαν εισέλθει στην πόλη και τα πρώτα τμήματα των Μακεδονομάχων πολεμιστών, με επί κεφαλής τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, μια Ίλη του 1ου Συντάγματος Ιππικού, υπό τον Ίλαρχο Βερύκιο, έφτασε ως την πλατεία Ελευθερίας. Τμήματα της 7ης Μεραρχίας μπήκαν στο Κορδελιό[9] και κατέλαβαν και τα υψώματα του Ευόσμου. Στη συνέχεια, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Παναγιώτης Δαγκλής ανέλαβε καθήκοντα στο κτίριο του Διοικητηρίου, ενώ ο Λοχαγός Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνθηκαν στο Ελληνικό Προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη ύψωσαν στο μπαλκόνι την Ελληνική σημαία. Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο, μέσα σε χειροκροτήματα και επευφημίες ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Ζάννας ύψωσε με τη βοήθεια ενός ναυτόπουλου την Ελληνική σημαία στον ιστό του Λευκού Πύργου, ενώ η Ελληνική Χωροφυλακή προωθήθηκε και εισήλθε στην πόλη από τη Δυτική πύλη.
Είναι ζήτημα αν έστω και ένας κοιμήθηκε τη βραδιά εκείνη σε ολόκληρη την Ελληνική Στρατιά. Από τον Αρχηγό ως τον τελευταίο Στρατιώτη, ήταν όλοι στο πόδι. Είκοσι ημερών μάχες και κακουχίες παραμερίστηκαν μονομιάς, και όλοι σχολίαζαν τη φράση που λέγεται ότι είχε πει ο Κωνσταντίνος στους Επιτελείς του:
«Σε είκοσι μέρες πρέπει να είμαστε στη Θεσσαλονίκη και θα είμαστε!»
Και πράγματι, είκοσι μέρες μετά το πέρασμα των συνόρων, τα πρώτα τμήματα Στρατού, οι ορμητικοί και ασταμάτητοι Εύζωνοι είχαν ήδη εισέλθει στην πόλη! Ο ενθουσιασμός που επί 20 μέρες είχε κυριεύσει όλους, ξέσπασε επί τέλους σε μία πανηγυρική ολονυκτία. Και με το φως από τις λάμπες, καθαρίζονταν όπλα και στολές, για να είναι όλοι ευπαρουσίαστοι στην παρέλαση της επόμενης μέρας!
Και το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου, κάτω από δυνατή βροχή, που δεν εμπόδισε τον κόσμο να βγει στους δρόμους, μπήκαν επίσημα στην πόλη από την οδό «Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή» (σημερινή «26ης Οκτωβρίου»), τα πρώτα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, που έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό. Ήταν το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου μαζί με τμήμα Ιππικού της 7ης Μεραρχίας, περίπου 3.000 άντρες, που στρατωνίσθηκαν στα δυτικά της πόλης, κοντά στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Την εικόνα της εισόδου του Ελληνικού Στρατού μετέφερε στους αναγνώστες των Times o Βρετανός δημοσιογράφος Κρώφορντ Πράις:
«Παρήλθον ήδη αι πρώται ώραι του απογεύματος, ότε απόσπασμα Ιππικού, προηγούμενον των Ευζωνικών Ταγμάτων, διήλασε διά των οδών της Θεσσαλονίκης, παρασχόν εις τον Ελληνικόν πληθυσμόν της Μακεδονικής πρωτευούσης την ευκαιρίαν να διαδηλώση τα αισθήματά του…
Αι σημαίαι της Ημισελήνου εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας, αντικατασταθείσαι παντού υπό της Κυανολεύκου … το πλήθος, ζητωκραυγάζον συνεχώς, τόσον πολύ είχε συνωστισθή … ώστε οι άνδρες μετά δυσκολίας ηδύναντο να προχωρούν και καθ’ απλούς στοίχους».
Από την άλλη πλευρά, η 7η Βουλγαρική Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς την πόλη, παρά τις επιστολές που είχε στείλει ο Έλληνας Αρχιστράτηγος. Αλλά για τους Βούλγαρους ήταν πλέον αργά. Η Θεσσαλονίκη ήταν οριστικά Ελληνική. Κατά τις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, οι λαϊκοί πανηγυρισμοί έφτασαν στα ύψη, καθώς ο Διάδοχος Αρχιστράτηγος και το Επιτελείο του, ξεκινώντας από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό εισήλθαν έφιπποι στην πόλη[10], με επί κεφαλής την 1η Μεραρχία.
Προηγούνταν τιμής ένεκεν οι Εύζωνοι, έχοντας μπροστά το άλογο του ήρωα Ταγματάρχη τους Γεωργούλη, που έπεσε στις 19 του Οκτώβρη στα Γιαννιτσά, με κρεμασμένο το σπαθί, χωρίς τον καβαλάρη[11].
Ακολούθησε Δοξολογία και κατόπιν ο Κωνσταντίνος κατευθύνθηκε έφιππος με τη συνοδεία του προς το Διοικητήριο, όπου δέχτηκε τις Αρχές της πόλης και τους ξένους Προξένους.
Στο μεταξύ, μετά από συνεχείς πιέσεις του Βούλγαρου στρατηγού για είσοδο του Βουλγαρικού Στρατού στη Θεσσαλονίκη, αποφασίστηκε κατόπιν διαβουλεύσεων η είσοδος μόνο δύο Ταγμάτων[12] το πρωί της 29ης. Επίσης, το Σερβικό Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη στις 28 Οκτωβρίου και, αφού ο Σέρβος Διοικητής απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Έλληνα Αρχιστράτηγο, αναχώρησε για τη Γευγελή.
Το Γενικό Στρατηγείο έλαβε άμεσα μέτρα για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής και των εδαφών που είχαν απελευθερωθεί, ώστε να εμποδιστούν οι προσπάθειες των Βουλγάρων. Η ενίσχυση των Ελληνικών φρουρών στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στην Αριδαία και στη Χαλκιδική ακύρωσε τα Βουλγαρικά σχέδια. Ως τις 10 Νοεμβρίου η Ελληνική ζώνη επεκτάθηκε βόρεια ως τη λίμνη της Δοϊράνης και τη Γευγελή, όπου σταματούσε η Σερβική ζώνη, και ανατολικά ως το Στρυμόνα όπου σταματούσε η Βουλγαρική ζώνη.
Τα Βουλγαρικά τμήματα που εισήλθαν στην πόλη προκαλούσαν σκόπιμα προβλήματα και υπέθαλπταν την αταξία, με σκοπό να εμφανιστεί η Ελλάδα στις Μεγάλες Δυνάμεις αδύναμη να επιβάλλει την τάξη στις περιοχές που απελευθέρωσε ο Ελληνικός Στρατός. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετά την αναχώρηση της Βουλγαρικής Μεραρχίας για την Ανατολική Θράκη, όπου η εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους. Η αλήθεια είναι ότι προλάβαμε να πάρουμε την Θεσσαλονίκη στο παρά πέντε. Αν οι Τούρκοι μας καθυστερούσαν 1-2 μέρες παραπάνω στο Σαραντάπορο ή στα Γιαννιτσά ή αν έστω είχαν απλά καταστρέψει τη γέφυρα του Αλιάκμονα, η Θεσσαλονίκη, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη μπορεί να ήταν σήμερα Βουλγάρικες και τα σύνορα της Ελλάδας να ήταν στον Αξιό. Η Θεσσαλονίκη κερδήθηκε χάρη στην απίστευτη ορμή της Στρατιάς, που από την πρώτη μέρα δεν σταμάτησε να προχωράει πολεμώντας, διανύοντας πάνω από 300 χιλιόμετρα σε 20 μέρες![13] Η Ελληνική Κυβέρνηση έκανε ότι ήταν δυνατόν για να ενισχυθεί πολιτικά (όχι μόνο στρατιωτικά) η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη: Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ρακτιβάν ορίστηκε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας και ο Περικλής Αργυρόπουλος Νομάρχης, ενώ στάλθηκαν και χίλιοι βρακοφόροι Κρητικοί ως Χωροφυλακή. Ακολούθησε η θριαμβευτική είσοδος του Βασιλιά Γεωργίου, συμβολίζοντας την Ελληνική αποφασιστικότητα να παραμείνει η Θεσσαλονίκη Ελληνική. Στις 29 Οκτωβρίου, ο γηραιός Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, έφτασε στη Θεσσαλονίκη με ειδικό τραίνο. Και από τον Σταθμό, προχώρησε έφιππος προς την πόλη, συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Τον υποδέχθηκαν όλες οι σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο Δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης, καθώς και χιλιάδες κόσμου, που είχαν παραταχθεί κατά μήκος των πεζοδρομίων ως την βίλα Χατζηλαζάρου, στην περιοχή της Ανάληψης, όπου κατέλυσε η Βασιλική οικογένεια.
Της πομπής, στην οποία συμμετείχαν και οι Πρίγκηπες και πολλοί επίσημοι, προηγείτο Ίλη Ιππικού και την έκλεινε άλλη Ίλη. Όταν η Βασιλική συνοδεία έφτασε, από την παραλιακή οδό στον Λευκό Πύργο, σταμάτησε και υπό τους ήχους της Φιλαρμονικής υψώθηκε η Ελληνική Σημαία, ενώ μία Πυροβολαρχία έβαλε 21 χαιρετιστήριες βολές.
«Ολόκληρος η πόλις, είχε διακοσμηθή πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν» έγραφαν οι εφημερίδες. Η δοξολογία, «χοροστατούντος του Μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του Ανωτάτου Άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και Προξενικών Αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου.
Στο επόμενο διάστημα, μεγάλο μέρος της Στρατιάς μεταφέρθηκε στην Ήπειρο, αφήνοντας μικρές σχετικά δυνάμεις να προστατεύουν την Θεσσαλονίκη και την Μακεδονία. Θα μπορούσε να γίνει αυτό αν ο Κωνσταντίνος δεχόταν τους όρους του Ταχσίν; Ας θυμηθούμε ότι ο Ταχσίν ζήτησε να παραμείνουν στο φρούριο Καραμπουρνού οι περίπου 25.000 άνδρες του, με τον οπλισμό τους. Αν αυτό γινόταν δεκτό, θα δεσμεύονταν πολλαπλάσιες Ελληνικές δυνάμεις στην Θεσσαλονίκη, για δύο τουλάχιστον λόγους: Πρώτον για την προστασία της πόλης από τους Τούρκους, σε περίπτωση που άλλαζαν στάση και καταπατούσαν την συμφωνία[14]. Και δεύτερον, για προστασία από τους «σύμμαχους» Βουλγάρους, που θα μπορούσαν να επιτεθούν και να εισέλθουν στην πόλη, εκμεταλλευόμενοι ένα επεισόδιο με τους Τούρκους, το οποίο (επεισόδιο) θα μπορούσαν φυσικά να το σκηνοθετήσουν και να το προκαλέσουν και μόνοι τους[15].”
[1] (Σίνδος)
[2] (σημερινή Άσσηρο)
[3] (κοντά στο Ωραιόκαστρο)
[4] (Νέοι Απόστολοι Κιλκίς, 32 χλμ από την Θεσσαλονίκη)
[5] (Σερβοβουλγαρικό)
[6] (εκεί που είναι σήμερα το εργοστάσιο τσιμέντων «ΤΙΤΑΝ»)
[7] Όπως σημειώνει ο στρατηγός Δούσμανης στα απομνημονεύματά του, «η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον, εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν …»
[8] Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος, μετά την υπογραφή, παρεκάλεσε να ειδοποιηθούν αμέσως οι Ελληνικές Μονάδες για την λήξη των εχθροπραξιών, ιδίως η 2η Μεραρχία, και το πρωί πρότεινε (για κέρδος χρόνου) οι αγγελιαφόροι του Ελληνικού Στρατού να κινηθούν επί της οδού Θεσσαλονίκης Σερρών διερχόμενοι μέσω των Τουρκικών γραμμών, συνοδευόμενοι από Τούρκους Αξιωματικούς. Η πρόταση έγινε δεκτή και οι 2 Έλληνες Αξιωματικοί, ως εκπρόσωποι του Αρχηγού του Ελληνικού Στρατού, υπέγραψαν την πρώτη διαταγή με την οποία αναγγέλθηκε η αναστολή των εχθροπραξιών. Και ο Δούσμανης έστειλε στον Μέραρχο Καλλάρη τον Λοχαγό Γεωργίου.
[9] (τότε λεγόταν «Χαρμάνκιοϊ»)
[10] Κατά τον Κρώφορντ Πράις, ο Διάδοχος είχε ήδη εισέλθει με το Επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη από τις 4 το πρωί της 26ης προς την 27η Οκτωβρίου, επιβλέποντας προσωπικά την είσοδο στην πόλη της 1ης Μεραρχίας! Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Κωνσταντίνος έφθασε σιδηροδρομικά την 05.00 ώρα της 28ης Οκτωβρίου στο Στρατηγείο της 7ης Μεραρχίας που ήταν στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Μοναστηρίου, με ειδική αμαξοστοιχία που έστειλε ο νεοδιορισθείς Νομάρχης Θεσσαλονίκης. Κατά τις 8 το πρωί προέλασε η 1η Μεραρχία, σε φάλαγγα με επί κεφαλής το 5ο Σύνταγμα Πεζικού και ακολούθως το 4ο Σύνταγμα, το 2ο Σύνταγμα, τη Διμοιρία Τηλεγραφητών, το 1ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, την Ημιλαρχία Ιππικού και τα Μεταγωγικά, και έφθασε στη Θεσσαλονίκη στις 10.30. Στις 11.00, ο Διάδοχος με το Επιτελείο του τέθηκε επί κεφαλής της φάλαγγας της Μεραρχίας, που παρέλασε στην πόλη κατευθυνόμενη στον Ναό του Αγίου Μηνά, όπου στις 12.00 εψάλη δοξολογία. Έπειτα ο Διάδοχος πήγε στο Διοικητήριο, όπου στις 13.30 παρέλασε ενώπιόν του η 1η Μεραρχία, και στις 14.00 δέχθηκε τις Αρχές της πόλης , τους Προξένους και τον Κυβερνήτη του ευρισκομένου στο λιμάνι Αγγλικού πολεμικού.
[11] Ο Ταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλης (από τα Αχούρια Τεγέας), διατάχτηκε με την επιστράτευση να μεταβεί στα Τρίκαλα και να εποπτεύσει τη συγκρότηση του 9ου Ευζωνικού Τάγματος της 6ης Μεραρχίας, του οποίου ανέλαβε τη Διοίκηση. Αποχαιρέτησε τα ανήλικα παιδιά του, 10 και 7 χρόνων, λέγοντας «πάω να φέρω πίσω το 21 ». Στην πορεία προς τα Γιαννιτσά αρρώστησε από πνευμονία. Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να επιστρέψει για νοσηλεία στα Τρίκαλα, αλλά αυτός αρνήθηκε. Στα Γιαννιτσά, η κύρια αμυντική γραμμή των Τούρκων ήταν στην Αξό και στηριζόταν από ισχυρότατο πυροβολικό ταγμένο βόρεια της πόλης, στο νεκροταφείο. Η μάχη κρίθηκε όταν οι Εύζωνοι του 9ου Τάγματος, εξορμώντας από την πλευρά του Πάικου πήραν τα πυροβόλα των Τούρκων. Τη μέρα εκείνη ο Γεωργούλης είχε 40 πυρετό. Αλλά δεν έμεινε μακριά από τους Ευζώνους του. Ίππευσε με τη βοήθεια του ιπποκόμου του, και μπήκε μπροστά στη φάλαγγα των «Αετών» του, που φώναζαν «Ζήτω ο Ταγματάρχης». Και όρμησε μπροστά ενθαρρύνοντάς τους: «Εμπρός, παιδιά μου. Επάνω εις τα πυροβόλα των Τούρκων». Οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα πυρά τους πάνω του. Τραυματίστηκε στο δεξί χέρι, έπιασε το ξίφος με το αριστερό και συνέχισε. Τραυματίστηκε και στο αριστερό χέρι … Μια τρίτη σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και τότε έπεσε. Αλλά το άλογό του συνέχισε να καλπάζει, οδηγώντας τους Ευζώνους … Η ώρα ήταν 3.30 περίπου. Μετά την κατάληψη της πόλης, η σωρός του μεταφέρθηκε μαζί με τους άλλους νεκρούς στη Μητρόπολη, όπου έγινε η περιποίησή τους από τις γυναίκες της πόλης και ακολούθησε η ταφή στο Χριστιανικό Νεκροταφείο.
[12] Τελικά στη Θεσσαλονίκη εισήλθε ολόκληρο το Βουλγαρικό Σύνταγμα, αντί δύο μόνο Ταγμάτων για τα οποία υπήρχε έγκριση από την Ελληνική πλευρά.
[13] Αν σκεφτούμε ότι η Στρατιά έδωσε δύο κύριες μάχες απέναντι σε ισχυρά οχυρωμένες θέσεις, και δεκάδες ακόμη μικρότερες, και ότι όχι απλά προχωρούσε με τα πόδια αλλά και από δρόμους που ποίκιλαν από χωμάτινους ή λιθόστρωτους στενούς αμαξιτούς, μέχρι μουλαρόδρομους και κακοτράχαλα ορεινά μονοπάτια, κινούμενη προσεκτικά καθώς συχνά δεν γνώριζε πού είναι ο εχθρός, με οπλίτες που συνήθως βάδιζαν νηστικοί και μουσκεμένοι, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μόνο οι μηχανοκίνητες Γερμανικές Στρατιές της περιόδου 1940-41 την ξεπέρασαν σε ταχύτητα! Η Γαλλική Στρατιωτική αποστολή συνέβαλε στην καλύτερη οργάνωση του Στρατού, αλλά ο Αρχιστράτηγος και οι Επιτελείς του ήταν άριστοι μαθητές της Πρωσικής Σχολής και του τολμηρού επιθετικού της πνεύματος.
[14] Πριν πει κάποιος ότι ο Ταχσίν ήταν «άνθρωπος του λόγου του», ας σκεφτεί καλύτερα πόσο εύκολα θα μπορούσε να καθαιρεθεί από άλλους (υφιστάμενους ή εκτελεστές εντολών της Πύλης) που … δεν θα ήταν άνθρωποι του λόγου …
[15] Εκ των υστέρων, η εξέλιξη των γεγονότων δικαίωσε τον Κωνσταντίνο για την επιμονή του στους όρους παράδοσης. Ο Βενιζέλος, από την Αθήνα, δεν είχε εικόνα της τακτικής κατάστασης, ούτε μπορούσε να κρίνει με απόλυτη ευθυκρισία, αφού του έλλειπε η στρατιωτική αντίληψη. Αυτός έβλεπε μόνο την Θεσσαλονίκη και τους Βουλγάρους που προσέγγιζαν, και αυτό τον έκανε να χάνει την ψυχραιμία του. Θα τολμήσω να ισχυριστώ ότι αν ο Κωνσταντίνος δεχόταν τους όρους του Ταχσίν, θα ήταν σχεδόν αδύνατη η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και όχι μόνο. Ακόμη και η Θεσσαλονίκη θα συνέχιζε να κινδυνεύει από τους Βουλγάρους. Ο Κωνσταντίνος είχε δίκιο: Δεν αφήνεις 25.000 ενόπλους μέσα στην πόλη, σε συνθήκες τόσο ρευστές, έχοντας δίπλα τους «άσπονδους φίλους» Βουλγάρους. Αλλά είχε δίκιο και όσον αφορά την τακτική κατάσταση. Αν έκανε επίθεση θα μπορούσε να καταλάβει την πόλη σε λιγότερο από 48, αν όχι σε 24 ώρες. Και με την Ταξιαρχία Ιππικού στον δρόμο των Σερρών, μπορούσε να απασχολεί τους Βουλγάρους.