“Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι”

Ο Σεφέρης μιλά κάπου για «ευρωπαϊκό ελληνισμό» και για «ελληνικό ελληνισμό»

Πρέπει να τον ιδούμε να δέρνεται και να τον περονιάζει ως το κόκαλο η νεροποντή όλης αυτής της εθνοφυλετικής προβληματικής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ισομέτρητο αντίκρυσμα της ευθύνης στην επιτίμηση που μας απευθύνει: «Κράτησε έναν κατάλογο από τις ανοησίες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Πρόσεξε τον επιδερμισμό των ανθρώπων, την αμάθειά τους, την κακεντρέχειά τους, την ασυνειδησία τους». (Μ1, 13). Πρέπει να τον ανακαλύψουμε να περπατά απομόναχος, και να τον υποβαστάζει ο Δευκαλίων σε μια Ελλάδα που τη σάρωσε η λάσπη: «Κατά βάθος οι ατυχίες μου είναι δίκαιες: είμαι τέλεια ξένος από αυτό τον κόσμο. Είναι σωστό αυτός ο κόσμος να με αποκλείει». (Μ4, 123)
Μόνο τότε θα καταλάβουμε τι θέλει να ειπεί, όταν μιλά για ευρωπαϊκό και για ελληνικό ελληνισμό. Και προπαντός δε θα σπαταλήσουμε το πιο τίμιο. Τη γνώση που μας χαρίζει η πληγή του:
«Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο». (Π214)
Γράφοντας αυτό τον απαρηγόρητο στίχο εγνώριζε τι σημαίνει να λατομείς τον πεύκο. Δασάρχης δεν ήταν, αλλά Ηρόδοτο διάβαζε: «πίτυος τρόπον ἀπείλεε ἐκτρίψειν ὅτι πίτυς μούνη πάντων δενδρέων ἐκκοπεῖσα πανώλεθρος ἐξαπόλλυται»(Ηροδ. Ζ.37).
(Τους απειλούσε να τους ξεπατώσει σαν τον πεύκο. Γιατί ο πεύκος άπαξ και κοπεί, είναι το μόνο δέντρο που ξεραίνεται από τη ρίζα).

Ο Λιαντίνης για τον Σεφέρη (“Νηφομανής – Η ποιητική του Σεφέρη”, σ. 97)

Πέθανε σαν σήμερα το 1971.

απο τον “τοίχο¨στο φέισμπουκ του Δημήτρη Αλικάκου