Σήμερα έζησα μια πρωτόγνωρη εμπειρία: με κάλεσαν να μιλήσω στο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας.
Είχα δε, μια σπάνια ευκαιρία: να πω ακριβώς αυτά που πιστεύω, για όποιον έχει τ΄αυτιά να τα ακούσει.
Τα είπα λοιπόν κι ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης

Ο βράχος

Πιθανόν κάποιοι από σας αναρωτιέστε γιατί είμαι εδώ.

Δεν είμαι μέλος του κόμματος ή ψηφοφόρος. Κάποιες φορές μάλιστα, το έχω καταψηφίσει. Δεν εκπροσωπώ κανέναν εκτός από τον εαυτό μου.

Επιπλέον, ένας καλλιτέχνης με θέσεις και στάση σαν τη δική μου, κινδυνεύει να τον αντιμετωπίσουν, συνάδελφοι και κοινό, το λιγότερο, με καχυποψία.

Υπάρχουν δύο λόγοι.

Ο ένας είναι 12 χρονών. Ο γιος μου, ο Γιώργος.

Ξέρω –το ξέρουμε όλοι- πως αυτά τα τελευταία χρόνια θα τα θυμόμαστε για πάντα.

Είναι η κορυφαία στιγμή – η μάχη– της δικιάς μας γενιάς. Απ’ αυτή τη μάχη θα βγούμε στο τέλος όλοι μαζί.

Δεν υπάρχει οριστική νίκη. Ούτε καν κάποιο τέλος, με την εκλογή του ενός ή του άλλου κόμματος.

Νοιώθω σαν να έχουμε οι Έλληνες μπροστά μας έναν τεράστιο βράχο, που πρέπει να μετακινηθεί, κι αν σπρώξουμε όλοι μαζί, θα πάει έστω ένα μέτρο πιο πέρα.

Όταν λοιπόν, σε κάποια χρόνια, ο γιος μου με ρωτήσει ποια ήταν η δική μου συμβολή, πώς πάλεψα, θέλω να μπορώ να του πω πως έκανα ό,τι μπορούσα, πως πήρα θέση γι’ αυτό που πίστευα σωστό. Πως έσπρωξα το βράχο.

Το αξιοπρόσεκτο μ’ αυτόν το βράχο, είναι ότι ξέρουμε όλοι μας τι είναι.

Όλοι –ή τουλάχιστον, σχεδόν όλοι- ξέρουμε τι πάει λάθος σ’ αυτή τη χώρα. Το εκφράζουμε συχνά μ’ έναν καημό, μια βαθειά αίσθηση απογοήτευσης, το περίφημο «αυτή είν’ η Ελλάδα»

Αυτό που ζούμε δεν είναι κρίση. Η κρίση είναι μια παροδική εκτροπή από την κανονικότητα. Ζούμε -με αφορμή την οικονομική κρίση- την επώδυνη ενηλικίωση της χώρας.

Μια Ελλάδα που πεθαίνει. Και μια Ελλάδα που λαχταράει να γεννηθεί.

Οι κοινωνίες, όταν βιώνουν ένα τέλος, περνούν από τα ίδια στάδια που περνούν οι άνθρωποι.



Άρνηση – Θυμός – Διαπραγμάτευση – Κατάθλιψη – Αποδοχή

Άρνηση: Τη ζήσαμε για πολλά χρόνια, πριν το 2010. Κάποιοι τη νοιώθουν ακόμα και τώρα. Συγκρούονται οι επιθυμίες τους με την πραγματικότητα – και φταίει η πραγματικότητα.

Θυμός: Το ζήσαμε με τους αγανακτισμένους, με τις πορείες, με τα επεισόδια με νεκρούς, με την απίστευτη μισαλλοδοξία.

Διαπραγμάτευση: – Ο Θεός να την κάνει. Τη ζήσαμε κι αυτήν για καιρό. Κι είναι το πιο κακό – και το πιο καλό που πρόσφερε η σημερινή κυβέρνηση στον τόπο.

Το κακό: η πλήρης διάψευση των ανθρώπων που πίστεψαν πως πράγματι υπάρχει ένας άλλος δρόμος. Πως μπορούμε να έχουμε και την πίτα και το σκύλο, όλα τα δικαιώματα και καμιά από τις ευθύνες.

Το καλό: Ακριβώς το ίδιο. Η διάψευση οδηγεί στη συνειδητοποίηση πως τον βράχο δεν μπορούμε να τον προσπεράσουμε. Πρέπει να τον μετακινήσουμε.

Κατάθλιψη: Αυτή η συνειδητοποίηση μας έφερε στην κατάθλιψη. Το νοιώθω, ένα σύννεφο κατάθλιψης έχει απλωθεί πάνω απ’ τη χώρα.

Αποδοχή: Εκεί φτάνουμε. Στη γνώση ότι η κοινωνία μας, το πως είχαμε μάθει να ζούμε, πέθανε. Κι ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε -και να σκεφτόμαστε- διαφορετικά. Πρέπει να ενηλικιωθούμε.

Αυτό που πέθανε, βασίστηκε πάνω σε λέξεις εμβληματικές.

Αλλαγή – Εκσυγχρονισμός – Επανίδρυση – Ελπίδα.

Μία λέξη έλειπε. Μια βασική λέξη που μέχρι πολύ πρόσφατα δεν σκέφτηκε κανένα κόμμα εξουσίας να την κάνει βασικό σύνθημα –και βασικό πρόταγμα – της πολιτικής του.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ. Χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αλλαγή, ούτε επανίδρυση, ούτε τίποτα. Και την ελπίδα που έρχεται, αν δεν πούμε την αλήθεια, θα την περιμένουμε για πάντα.

Δεν έχουμε όλοι την ίδια αλήθεια. Διαφορετικές ομάδες έχουν διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά συμφέροντα, διαφορετική ιδεολογία, διαφορετική εικόνα του κόσμου. Αυτό είναι φυσικό και θεμιτό.

Όμως είναι αλήθεια – αδιαμφισβήτη – πως βρισκόμαστε σήμερα στα Σπάτα και είναι Κυριακή μεσημέρι.

Είναι αλήθεια πως δεν μπορείς εσαεί να ξοδεύεις περισσότερα απ’ όσα βγάζεις.

Είναι αλήθεια πως στα πανεπιστήμια μας η ελεύθερη διακίνηση ιδεών δεν κινδυνεύει από την κατάργηση του ασύλου, αλλά από τις ανεξέλεγκτες ομάδες που τα χρησιμοποιούν ως ορμητήριο και τσιφλίκι τους.

Ως αλήθεια λοιπόν, εννοώ αυτό το κομμάτι πραγματικότητας στο οποίο μπορούμε -και οφείλουμε- να συμφωνήσουμε όλοι.

Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στις εξεταστικές της Βουλής. Έχουν, υποτίθεται, σκοπό να φτάσουν στην αλήθεια. Κάθε κόμμα βγάζει ένα δικό του πόρισμα. Για ένα γεγονός υπάρχουν 3 – 4 – 5 αλήθειες. Αυτό και μόνο τους αφαιρεί κάθε αξιοπιστία. Κάθε πολίτης θα ήθελε να μένουν οι βουλευτές στην αίθουσα μέχρι να βγει λευκός καπνός, ένα πόρισμα, μία αλήθεια.

Και η αλήθεια αυτή μπορεί να είναι άβολη και για εσάς τους ίδιους. Γιατί θα πρέπει να βρείτε τον τρόπο να απαντήσετε ειλικρινά και πειστικά σε δύο ερωτήματα που ακούω πολύ συχνά:

· Οι ίδιοι δεν μας έφτασαν ως εδώ;

· Κι αυτοί τα ίδια δεν έκαναν;

Και να μπορέσετε να πείσετε ότι δεν είστε οι ίδιοι κι ότι δεν θα κάνετε τα ίδια. Να πείτε την αλήθεια.

Υπάρχει ένα πρόβλημα με το να λες την αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να την ακούσουν. Ο άνθρωπος δεν είναι λογικό ον, έχει απλώς την ικανότητα λογικής επεξεργασίας.

Σήμερα, κάπου αλλού, ελπίζω όχι εδώ μέσα, κάποιοι πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν, κάποιοι εναντιώνονται στα εμβόλια, κάποιοι πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη.

Και σπάνια αλλάζουν τη γνώμη τους με την παράθεση επιχειρημάτων. Αντιθέτως, οχυρώνονται πίσω απ’ αυτήν, οδηγούμενοι σε όλο και πιο παράλογες θέσεις.

Αυτή είναι η αλαζονεία των επιχειρημάτων.

Αραδιάζουμε τα επιχειρήματά μας και περιμένουμε ο άλλος να προσχωρήσει στη θέση μας. Κι αυτό δεν γίνεται ποτέ. Ένα σωρό γεγονότα, η εκλογή Τραμπ, το Μπρέξιτ, το δημοψήφισμα του ’15 το αποδεικνύουν.

Και τότε κάνουμε το τρομερό λάθος να απαξιώνουμε τους ανθρώπους που διαφωνούν. Στη στάση τους μπορεί να μην υπάρχει λογική, υπάρχει όμως λόγος.

Ο λαϊκισμός εξαπλώνεται σαν υγρασία, σε όλον τον πλανήτη. Είναι ολέθριο να μην βλέπουμε ότι τη δυναμή του την απέκτησε επειδή τα επιχειρήματα δεν μπορούσαν να απαντήσουν επαρκώς στις ανάγκες, τις αγωνίες και τους φόβους των ανθρώπων.

Αν, για να αλλάξει ο κόσμος, τα επιχειρήματα αρκούσαν, σχεδόν όλη η Τέχνη θα ήταν περιττή, θα διαβάζαμε μόνο δοκίμια.

Στις ΗΠΑ, η μεταστροφή της κοινής γνώμης απέναντί στη δουλεία ξεκίνησε το 1852, μ’ ένα αναπάντεχο γεγονός, την έκδοση και τρομερή επιτυχία ενός βιβλίου: Της Καλύβας του Μπαρμπα-Θωμά.

Οφείλετε λοιπόν, όχι μόνο να πείτε την αλήθεια, αλλά να φροντίσετε να το κάνετε με τρόπο που να ακουμπάει στις ψυχές των ανθρώπων, να υπερνικά τη φυσική καχυποψία τους, να μαλακώνει τους φόβους τους, να αναπτερώνει την αισιοδοξία τους.

Με λόγο που θα χρησιμοποιεί όλα τα πλεονεκτήματα του λαΐκίστικου λόγου, αλλά ο πυρήνας του θα είναι τα επιχειρήματα και η αλήθεια.

Αν θέλετε πράγματι να αλλάξετε τη χώρα, πρέπει πρώτα να γκρεμίσετε τις ιδεοληψίες. Να μετακινήσετε τα συναισθήματα. Να αλλάξετε τις αντιλήψεις. Και πρέπει -πρώτα- ν’ αλλάξετε κι εσείς. Είναι δικιά σας η ευθύνη να το κάνετε.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να εξηγήσετε πως η Ευρώπη, αυτή η προβληματική ένωση κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, με τις αρρυθμίες, τις δυσλειτουργίες και τα λάθη της, είναι ο φυσικός μας χώρος. Καμία κοινωνία, ποτέ και πουθενά, δεν έχει πετύχει για τους πολίτες της τέτοιο βαθμό ευημερίας, ασφάλειας και ελευθερίας.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να αναδείξετε την απίστευτη πρόοδο, παρά τα ολέθρια λάθη, που έχει κάνει η χώρα μας αυτά τα 40 χρόνια.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να αναλάβετε με παρρησία το κομμάτι που σας αναλογεί από τα λάθη του παρελθόντος. Και να ζητήσετε συγνώμη. Όχι, «αναλαμβανω την πολιτική ευθύνη». Συγνώμη. Δεν υπάρχει πιο επιδραστική λέξη απ’ αυτή. Και την έχουμε ακούσει σπάνια από τα χείλη πολιτικών.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να μην πέφτετε στην παγίδα της ατζέντας των αντιπάλων. Οι πολίτες δεν θα συνταχθούν μαζί σας γιατί τους πείσατε ότι αυτή η κυβέρνηση είναι καταστροφική – αυτό το ξέρουμε ήδη. Θα σας ακολουθήσουν, αν πραγματικά τους εμπνεύσετε για την επόμενη μέρα.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να αποδείξετε δεν είστε το κόμμα της ελίτ και των πλουσίων. Ότι το όραμά σας περιλαμβάνει όλους τους έλληνες.

· Είναι δικιά σας ευθύνη να αποδομήσετε την άποψη, τόσο διαδεδομένη στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ότι κάθε τι αριστερό είναι εξ΄ορισμού ηθικό και προοδευτικό. Αυτό είναι απ’ τα πιο δύσκολα. Ευτυχώς, έχει ήδη βάλει ένα χεράκι και η πραγματικότητα.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να δώσετε τέλος στο διχασμό και τη μισαλλοδοξία. Και να απομονώσετε τις ακραίες φωνές. Κάποιοι νοσταλγούν τη δεκαετία του ’40 κι αισθάνονται πως τώρα παίρνουν τη ρεβάνς. Όχι, δεν υπάρχουν δύο Ελλάδες. Υπάρχει μία, ενιαία χώρα, η χώρα μας, ένα κοινό μελλον, το μέλλον όλων μας.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να κρατήσετε ψηλά τη σημαία των ατομικών δικαιωμάτων. Να προστατεύσετε την ελευθερία και τις επιλογές του ατόμου από τη άποψη των πολλών. Ξέρω πως απευθύνεστε συχνά σε κοινό συντηρητικό, ακόμα και οπισθοδρομικό. Ξέχάστε λίγο την περίφημη ρήση «Είμαι ηγέτης τους. Τους ακολουθώ» Πιστέψε στο «Είμαι ηγέτης τους. Τους οδηγώ»

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να αντιστρέψετε το κλίμα κατάθλιψης και ηττοπάθειας που έχει απλωθεί στην κοινωνία.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη να εμπνεύσετε τους πολίτες ώστε να επιστρέψουν στην πολιτική. Πολλοί έλληνες, ιδίως οι νεότεροι, απεχθάνονται την πολιτική και τους πολιτικούς. Είναι μια άδικη γενίκευση, το ξέρω. Όμως αρκεί μια ώρα πολιτικής τηλεμαχίας ή ακόμα χειρότερα, μια ώρα συζήτησης στη Βουλή των Ελλήνων, ώστε ένας άνθρωπος να γύρισει την πλάτη του στην πολιτική. Για πάντα.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη αυτούς τους ανθρώπους να τους ξανακερδίσετε. Ιδίως τους νεότερους. Υπάρχει εκεί έξω, το ξέρετε, μια σιωπηρή πλειοψηφία που δεν εκφράζεται από κανέναν. Είμαι ένας απ’ αυτούς. Εργαζόμαστε σκληρά, σπουδάζουμε, κάνουμε όνειρα και σχέδια, διαλύονται, τα φτιάχνουμε από την αρχή, παλεύουμε, ανεβαίνουμε ένα ψηλό βουνό, μ’ ένα κράτος σχεδόν πάντα εχθρικό, που μας αντιμετωπίζει σαν αιμοδότες του. Κι αντέχουμε. Και προχωράμε. Ξανακερδίστε μας. Βρείτε τον τρόπο.

· Είναι δικιά σας η ευθύνη, κυρίως, να δίνετε, παντού και πάντα, το παράδειγμα. Με τα λόγια τη στάση και τις πράξεις σας. Η πολιτική, το ξέρετε καλύτερα από μένα, είναι, πάνω απ΄όλα, διαχείριση συμβόλων. Βαριά ευθύνη. Αλλά είναι δικιά σας.

Είναι έργο τιτάνιο, το ξέρω.

Γι’ αυτό και δεν πίστεψα ποτέ στη φράση “πολιτική χωρίς πολιτικούς”. Όπως δεν πιστεύω στο “επιστήμη χωρίς επιστήμονες” ή “αθλητισμός χωρίς αθλητές”.

Έχει όμως γίνει μια μεγάλη παρανόηση: ο πολιτικός εκλέγεται από το λαό, άρα πρέπει να είναι ένας από μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να είναι ίδιος.

Στην επιστήμη, στην τέχνη, στον αθλητισμό, θαυμάζουμε ανθρώπους που ανέπτυξαν τις ικανότητές τους και κάνουν κάτι αξιοθαύμαστο, που δεν μπορούμε να κάνουμε. Έχουν αρετές και δυνατότητες που δεν έχουμε.

Φανταστείτε ένα γήπεδο όπου οι ποδοσφαιριστές παίζουν το ίδιο επίπεδο μπάλας με τους φιλάθλους. Ή ένα θέατρο, όπου οι ηθοποιοί παίζουν το ίδιο, ή χειρότερα, απ’ ό,τι αν έπαιζαν οι θεατές.

Ο πολιτικός οφείλει να είναι καλύτερος από τον ψηφοφόρο του. Πιο καταρτισμένος, πιο ώριμος, πιο ακέραιος. Ο ιδανικός πολίτης.

Οφείλει να μη φοβάται να γίνει αντιδημοφιλής, ακόμα και στους ψηφοφόρους του, όταν πράττει το σωστό.

Οφείλει να γνωρίζει ότι συχνά πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στο δυσάρεστο και το καταστροφικό.

Οφείλει να πιστεύει πως αρκεί μια μόνο πράξη, ενός αποφασισμένου ανθρώπου για να ξεκινήσει μια χιονοστοιβάδα αλλαγών στην κοινωνία. Η Ρόζα Παρκς, εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου του ’55, μέσα στο λεωφορείο στην Αλαμπάμα, το πίστευε.

Οφείλει, όπως τον φαντάζομαι εγώ, να γκρεμίσει το πρότυπο ηγέτη που έχουμε σ’ αυτή τη χώρα και μας εβλαψε τόσο. Του ηγέτη δημαγωγού, που η δύναμή του εξαντλείται στο να χαϊδεύει τα αυτιά των ψηφοφόρων του.

Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που είμαι εδώ σήμερα. Έχω την αίσθηση πως αυτός ο πολιτικός υπάρχει. Κάθεται ακριβώς πίσω μου. Και είναι αρχηγός της παράταξής σας.

Σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, η τύχη το έφερε να εκλεγεί αρχηγός ένας πολιτικός με ικανότητες, ψύχραιμος και μετριοπαθής, που είχε ήδη αποδείξει με πράξεις, όπως στο θέμα της εκλογής ΠτΔ, ότι μπορεί να σταθεί μόνος απέναντι σε όλους, γι’ αυτό που πίστευε σωστό.

Δεν ήταν όμως τύχη. Ήταν η κινητοποίηση των πολιτών, εντός αλλά και εκτός του κόμματος, που είδαν τη σπάνια ευκαιρία να υποστηρίξουν έναν άνθρωπο που πράγματι είναι διαφορετικός. Και μπορεί να εκφράσει, και να ενώσει, όχι απλώς το κόμμα και τους ψηφοφόρους του, αλλά ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας.

Έκτοτε, οι πράξεις του, όπως ο εξορθολογισμός των οικονομικών του κόμματος, η ενέργειές του να περιορίσει τις ακραίες και μισαλλόδοξες φωνές, η σθεναρή υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και των θεσμών, η στρατηγική διεύρινσης της βάσης, δείχνουν πως έχει πράγματι, την δύναμη και την αποφασιστικότητα να αλλάξει, πρώτα το κόμμα και μετά τη χώρα.

Το λέω με παρρησία: Πιστεύω στον Κυριάκο. Πιστεύω πως μπορεί να δώσει το παράδειγμα σε όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως κομμάτων, πως πρέπει να γίνουμε οι ίδιοι η αλλαγή που θέλουμε να δούμε.

Δεν έχω ψευδαισθήσεις: οι κοινωνίες αλλάζουν αργά, με ρυθμό, συνήθως, πέρα από τα μέτρα της ανθρώπινης ζωής.

Τον βράχο δεν θα τον πάμε μέχρι τέρμα. Κάποια στιγμή, θα αναλάβουν τα παιδιά μας.

Όταν όμως, μας ρωτήσουν ποια ήταν η δική μας συμβολή, πως παλέψαμε, θα μπορούμε να τους πούμε πως κάναμε ό,τι μπορούσαμε, πως πήραμε θέση γι’ αυτό που πιστεύαμε σωστό.

Σπρώξαμε το βράχο.

Κι αυτό, δεν είναι λίγο.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης